Παραδοσιακή Κρητική Φορεσιά

Οι Κρητικές Γυναικείες Φορεσιές

Τις γιορτινές ενδυμασίες της Κρητικιάς, που σε μεγάλο αριθμό παραλάβαμε στις αρχές του 20ου  αιώνα, τις λεγόμενες γυναικείες παραδοσιακές κρητικές φορεσιές, θα μπορούσαμε να τις κατατάξουμε σε τέσσερις βασικές μορφές, με τις συμβατικές ονομασίες: Φορεσιά με ζιπόνι και φουστάνι ή Ζιπονοφούστανο, Σάρτζα, Κούδα και Σακοφούστανο.[i] Από αυτές προέρχονται πολλές παραλλαγές, αλλά και τοπικές ονομασίες τους, όπως οι λεγόμενες: Σφακιανή, Χανιώτικη, Ανωγειανή, Ρεθεμνιώτικη, Μεσσαρίτικη, Στειακή, Κριτσώτικη» κ.α., ονομασίες που διαδόθηκαν ευρέως τις τελευταίες δεκαετίες, χωρίς όμως από αυτές να μαρτυρείται προέλευση ή αποκλειστική χρήση. Αυτό συνέβη, κυρίως, επειδή σε ταχυδρομικά δελτάρια, που εκδόθηκαν περί τα 1900 με απεικονίσεις γυναικών από τα Σφακιά, τα Ανώγεια, τη Μεσσαρά, τη Σητεία, αναγραφόταν, αντίστοιχα, «Φορεσιά Σφακίων», «Φορεσιά Ανωγείων», «Φορεσιά Μεσσαράς», «Φορεσιά Σητείας» κ.α. (βλ. τις εικόνες των επιστολικών – ταχυδρομικών δελταρίων που παραθέτουμε). Την εντύπωση αυτή ενίσχυσαν και ορισμένες φωτογραφίες της εποχής του Μεσοπολέμου, καθώς και χρωμολιθογραφίες που δημιουργήθηκαν τότε, αλλά εκδόθηκαν από το Μουσείο Μπενάκη, μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ατυχώς, με τοπωνυμικούς προσδιορισμούς.

Πριν ξεκινήσουμε, όμως, τη μικρή αναφορά μας στους παραπάνω τύπους φορεσιάς, χρειάζεται να δώσουμε μερικές πληροφορίες για δύο βασικά είδη τεμαχίων τους, το πανωκόρμι και το κεφαλοκάλυμμα.

Στις παραδοσιακές φορεσιές, με τη γενική ονομασία πανωκόρμι αναφερόμαστε στο τελευταίο ρούχο, που καλύπτει τον κορμό. Το γυναικείο κρητικό πανωκόρμι κατασκευάζεται σε διάφορα σχέδια και χρώματα, από ποικίλα υλικά (τσόχα, μαλλί, μετάξι, ατλάζι, βελούδο κ.λπ.) και ανά περίπτωση ή περιοχή έχει διάφορες ονομασίες. Ονομάζεται ζιπόνι ή κοντόχι όταν είναι χειριδωτό (με μανίκια), είτε μακρύ είτε κοντό, και χρυσοζίπονο όταν είναι κεντημένο με χρυσό σύρμα.

Στα Ανώγεια το πανωκόρμι το λένε και μπόλκα, ενώ στην Κεντρική και Ανατολική Κρήτη ονομάζεται αλλού μπαχριέ, αλλού σάκος. Όταν είναι κοντό και αχειρίδωτο (χωρίς μανίκια) λέγεται κορπέτο. Στο νομό Λασιθίου συναντάμε και τον όρο σαλταμάργκα, με τον οποίο υποδηλώνεται μια ευρύχωρη αχειρίδωτη ζακέτα, τελείως ανοιχτή μπροστά, μακριά, που φθάνει μέχρι τους γοφούς. Όταν αυτή κλείνει πάνω στο στομάχι με πόρπη, που την κάνει να μοιάζει με ένα μακρύ κορπέτο, ονομάζεται φέρμελη.

Το κεφαλοκάλυμμα της Κρητικιάς, σε όλη την Κρήτη, ήταν το τετράγωνο μεταξοΰφαντο μαντήλι. Όταν αυτό ήταν ένας αραχνοΰφαντος λευκός πέπλος, με πάνω του επιρραμένα διάσπαρτα χρυσά νομίσματα, το έλεγαν χρυσόπλεκτο, ενώ όταν ήταν σε χρώμα ρουμπινί λεγόταν γεμενί. Όταν το τετράγωνο μαντήλι, λευκό ή ρουμπινί, ήταν υφασμένο με βαμβάκι έπαιρνε την ονομασία μπόλια.

Στο νομό Λασιθίου φοριόταν και η σάλπα, που είναι ένα μακρόστενο λευκό μεταξωτό ή βαμβακερό μαντήλι. Λεγόταν, επίσης, φατσολέτο ή φατσόλι. Στην Κριτσά ονομάζεται και βέλο. Στο νομό Χανίων εκτός από το μεταξοΰφαντο μαντήλι, φορούσαν και το παπάζι, ένα κόκκινο τσόχινο φεσάκι με μικρή φούντα, σκεπασμένο με μαύρο τούλι.  Φοριόταν, επίσης, και το βελιό, μια βελούδινη μικρή σκούφια σε βυσσινί χρώμα με μαύρη δαντέλα στις παρυφές. Το βελιό ήταν δείγμα οικονομικής άνεσης του γαμπρού, ο οποίος το πρόσφερε στη νύφη μαζί με άλλα γαμήλια δώρα. Το έλεγαν και φακιόλι ή φατσόλι, το οποίο όμως δεν πρέπει να συγχέεται με το φατσόλι του νομού Λασιθίου.

Ας δούμε, τώρα, τον κάθε τύπο φορεσιάς ξεχωριστά.

ΖΙΠΟΝΟΦΟΥΣΤΑΝΟ (Φ. 1, 2, 3, 4): Η χρήση του διατηρήθηκε στο Νομό Χανίων ως το πιο επίσημο, γιορτινό ή νυφιάτικο ρούχο. Σε αυτή τη μορφή φορεσιάς, το πανωκόρμι, τσόχινο ή βελούδινο, φτιάχνεται σε ποικιλία σχεδίων και σε αυτό οφείλονται οι διαφορετικές εκφάνσεις της (βλ. φωτογραφίες Nelly’s του άρθρου μας). Άλλοτε το ζιπόνι έχει μπροστά άνοιγμα σε σχήμα V και άλλοτε ημικυκλικό, άλλοτε έχει μανίκια φαρδιά και άλλοτε στενά, άλλοτε μισά, άλλοτε ολόκληρα και άλλοτε με σχισμές κατά μήκος τους, από το μπράτσο έως τον καρπό, που σταθεροποιούνται με κουμπάκια και θελιές στους ώμους και στα ανοίγματα. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην τελευταία περίπτωση διακρίνουμε χαρακτηριστικά της βενετσιάνικης μόδας των γυναικείων ρούχων του 15ου αιώνα. Όταν παλαιότερα με τη φορεσιά αυτή φοριόταν το χρυσόπλεκτο κεφαλομάντηλο, τότε όλη η ενδυμασία λεγόταν και Χρυσόπλεκτο.

Ωστόσο, είναι ο τύπος της ενδυμασίας, που τις τελευταίες δεκαετίες δύο εκδοχές της συχνά ακούγονται είτε ως «Σφακιανή», είτε ως «Χανιώτικη», παρασύροντας, έτσι, αρκετούς στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι προέρχονται από τα Σφακιά ή τα Χανιά ή ότι παλαιότερα φοριόνταν μόνον εκεί.

Το μακρύ μεταξωτό (από στόφα ή δαμάσκο) φουστάνι της φορεσιάς, τελείως ανοιχτό στο στήθος, ήταν περισσότερο γνωστό ως «ρούχο, ενώ ένα μεταξωτό μαντήλι που δένεται στο λαιμό και καλύπτει το στήθος λέγεται σπαλέτο.

[i] Ωστόσο, σύμφωνα με τα ειδοποιά στοιχεία τους, όλες οι γυναικείες παραδοσιακέ κρητικές φορεσιές δύναται να κατανεμηθούν σε δύο γενικούς τύπους, με τον ένα να περιλαμβάνει τις Σάρτζα και Κούδα (και τις παραλλαγές τους) και τον άλλο τις υπόλοιπες.

ΣΑΡΤΖΑ (Φ. 5, 6): Ενδυματολογικός τύπος που επιβίωσε στις περισσότερες περιφέρειες της Κρήτης. Κατά κανόνα στο νομό Ρεθύμνου, αρκετά στο νομό Ηρακλείου, λιγότερο στο νομό Λασιθίου και ακόμα λιγότερο στο νομό Χανίων. Φορέθηκε και ως επίσημη και ως καθημερινή. Συνήθιζαν να τη φορούν οι ψικαρούδες, δηλαδή οι κοπέλες που αποτελούσαν τη συνοδεία της νύφης, το ψίκι όπως λεγόταν. Ένα κοντό τσόχινο ή βελούδινο ζιπόνι με ημικυκλικό άνοιγμα στο στήθος αποτελεί, συνήθως, το πανωκόρμι της φορεσιάς και ένα γεμενί μαντήλι ή μία μπόλια το κεφαλοκάλυμμα.

Το όνομα της ενδυμασίας οφείλεται σε ένα ιδιαίτερο τεμάχιό της, τη σάρτζα, που ενέχει ρόλο φούστας, καλύπτοντας το οπίσθιο, το αριστερό και τα δύο τρίτα του εμπρόσθιου μέρους του σώματος κάτω από τη μέση. Εντούτοις, στις μέρες μας η φορεσιά αυτή είναι περισσότερο γνωστή με την ονομασία  «Ανωγειανή», δημιουργώντας στους περισσότερους τη λανθασμένη εντύπωση ότι, η φορεσιά αυτή κατάγεται  από τα Ανώγεια της επαρχίας Μυλοποτάμου ή ότι στο παρελθόν τη φορούσαν μόνον εκεί.

ΚΟΥΔΑ (Φ. 7, 8, 9): Είδος φορεσιάς που διασώθηκε μόνο στο νομό Λασιθίου. Το πανωκόρμι της (ατλαζένιο, τσόχινο ή βελούδινο) μπορεί να είναι ένα μακρύ ή κοντό ζιπόνι με ημικυκλικό άνοιγμα, ή η σαλταμάργκα ή η φέρμελη, ενώ το κεφαλοκάλυμμα ένα γεμενί ή μία σάλπα.

Και αυτή η ενδυμασία πήρε το όνομά της από ένα εξάρτημα της, μία ξεχωριστή φούστα, που λέγεται κούδα από την ιταλική λέξη coda, που σημαίνει ουρά.  Από τον τρόπο με τον οποίο φοριέται η φούστα αυτή (η οποία παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με μια βυζαντινή μόδα του 15ου αιώνα, αλλά και με την καρπέτα, μια φούστα του 17ου αιώνα) σχηματίζεται μια ιδιότυπη διακόσμηση, ένα μεγάλο drape, που μοιάζει με ουρά.  Έτσι, το σχήμα της φούστας έδωσε το όνομα στο ρούχο και στη συνέχεια σε ολόκληρη την ενδυμασία. Όμως, και στην περίπτωση της φορεσιάς αυτής συναντάμε νεώτερες τοπωνυμικές ονομασίες. Λέγεται και «Στειακή», αλλά και «Φορεσιά Κριτσάς», παραπλανώντας τους περισσότερους αναφορικά με την προέλευση ή/και τη χρήση της.

ΣΑΚΟΦΟΥΣΤΑΝΟ (Φ. 10, 11): Η χρήση του διατηρήθηκε στους νομούς Ηρακλείου και Λασιθίου. Ξεχωριστό στοιχείο της φορεσιάς είναι το εντελώς κλειστό και χωρίς κεντήματα πανωκόρμι, πολύ διαφορετικό σχεδιαστικά από εκείνα των άλλων φορεσιών, που βάσει των εικονιστικών πηγών του 17ου και του 18ου αιώνα, απηχεί τις τότε ενδυματολογικές συνήθειες. Το κεφαλοκάλυμμα της φορεσιάς είναι συνήθως ένα γεμενί ή ένα αραχνοΰφαντο μεταξωτό ή μάλλινο μαντήλι, στην τελευταία περίπτωση γνωστό και ως μπολίδα.

Το Σακοφούστανο, απλοποιημένος απότοκος του Ζιπονοφούστανου, είναι ο τύπος της φορεσιάς στην οποία σάκος (πανωκόρμι) και φούστα κατασκευάζονται από το ίδιο ύφασμα, συνήθως στόφα ή δαμάσκο και όχι τσόχα. Από αυτό, άλλωστε, το χαρακτηριστικό έλαβε το όνομά της η ενδυμασία. Ωστόσο, από αρκετούς αποκαλείται και «Μεσσαρίτικη» φορεσιά, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στη διαμόρφωση λανθασμένων απόψεων για την καταγωγή ή/και την παρουσία της.

Πριν ολοκληρώσουμε το μικρό αφιέρωμά μας στις γυναικείες κρητικές φορεσιές, αξίζει να παραθέσουμε μερικά στοιχεία ακόμα.

Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πηγές, στους νομούς Χανίων, Ρεθύμνου και Λασιθίου αναπόσπαστο στοιχείο στη φορεσιά της λογοδοσμένης ή αρραβωνιασμένης κόρης ή της παντρεμένης γυναίκας ήταν το μαχαιράκι με το ασημένιο φουκάρι (θήκη), μικρογραφία του ανδρικού μαχαιριού, που το πέρναγε μέσα στη ζώνη της, γνωστό ως (μ)πασαλάκι, ή αργυρο(μ)πουνιαλάκι,. Αποτελούσε παραδοσιακό δώρο, με πολλούς συμβολισμούς, του μνηστήρα στην κόρη, η οποία έκτοτε το φορούσε στη ζώνη της (διακρίνεται στις περισσότερες εικόνες του αφιερώματός μας).

Επίσης, σε όλες τις μορφές της η κρητική γυναικεία φορεσιά περιλαμβάνει και το μακρύ (μέχρι τη βάση της γάμπας) μεταξωτό πουκάμισο. Επίσης, τη φαρδιά υφαντή μάλλινη ζώνη και την κεντημένη ή υφαντή περίτεχνη ποδιά, τεμάχια που παραπέμπουν άμεσα στα βυζαντινά γυναικεία ρούχα του 11ου αιώνα. Ωστόσο, από μία έκφανση του Ζιπονοφούστανου απουσιάζει και η ζώνη και η ποδιά, μία ενδυματολογική εκδοχή που προβλήθηκε συστηματικά από το Λύκειο Ελληνίδων Χανίων την Περίοδο 1915 – 55.

Τέλος, να τονίσουμε ότι οι φορεσιές Σάρτζα και Κούδα περιλαμβάνουν τη μακριά φουφουλωτή βράκα που φθάνει μέχρι κάτω στους αστραγάλους και φαίνεται, στην περίπτωση της Κούδας πλούσια κεντημένη από τις γάμπες και κάτω, ενώ οι δύο άλλοι τύποι φορεσιάς διαθέτουν τις πιο κοντές βράκες, που  φτάνουν μέχρι το γόνατο, τις λεγόμενες γονάτες.

  1.  Από πάνω, ένα επιστολικό δελτάριο, με γυναίκα από τα Σφακιά που φορά ζιπόνι και φουστάνι (χωρίς ζώνη και ποδιά).
    Εκδ.: Ν. Δούρας, Χανιά, 1910 (Αρχείο Ι.Θ.Τ.)

2, 3.    Πάνω και κάτω δύο γυναίκες από το νομό Χανίων με ζιπονοφούστανα.
Φωτογραφίες Nelly’s, Χανιά, 1928. (Αρχείο Μουσείου Μπενάκη)

   4.  «ΚΡΗΤΗ – ΣΦΑΚΙΑ, ΑΣΤΙΚΗ» (No 61), λιθογραφία από υδατογραφία του N. C. Sperling στα 1930.
Ελληνικαί Εθνικαί Ενδυμασίαι, εκδ. Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα, 1954. (Αρχείο Ι.Θ.Τ.)

    5, 6.    Πάνω, ταχυδρομικό δελτάριο, στο οποίο αποτυπώνεται γυναίκα από τα Ανώγεια.
Φωτογράφος – Εκδότης: R. B. Behaeddin, Ηράκλειο. (Αρχείο Ι.Θ.Τ.)
Κάτω, λιθογραφία από υδατογραφία του N. C. Sperling στα 1930, με τίτλο «ΚΡΗΤΗ – ΑΝΩΓΕΙΑ, ΧΩΡΙΚΗ» (No 62).
Ελληνικαί Εθνικαί Ενδυμασίαι, εκδ. Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα, 1954. (Αρχείο Ι.Θ.Τ.)

    7, 8, 9.   Πάνω, Η Άννα Π.Ν. Πάγκαλου, το γένος Αλέξη, με φορεσιά Κούδα, σε ταχυδρομικό δελτάριο. Φωτογράφος: R. B. Behaeddin, Ηράκλειο. Εκδότης: E.A. Cavaliero, Χανιά. (Αρχείο Ι.Θ.Τ.)
Από κάτω, γυναίκα με φορεσιά Κούδα, σε οπίσθια και πλάγια όψη.
Δημοσιεύεται στο Ευαγγελία Φραγκάκη, Η λαϊκή τέχνη της Κρήτης- Γυναικεία Φορεσιά, Αθήνα, 1960.

  10, 11   Από Αριστερά & Δεξιά: Δύο γυναίκες από τη Μεσσαρά σε ταχυδρομικά δελτάρια με Σακοφούστανα.
Φωτογράφος – Εκδότης: R B. Behaeddin, Ηράκλειο. (Αρχείο Ι.Θ.Τ.)

  12.   Κοπέλες του Λυκείου Ελληνίδων Χανίων σε ταχυδρομικό δελτάριο (Δ. Γκούβας, Χανιά).

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Μουσική

Χορός

Φορέσια

Παγκρητική Ελλάδος Φορεσίες Παράδοση Ανδρική - Γυναικία

Διατροφή