Τα μουσικά όργανα στην παραδοσιακή κρητική μουσική
Τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται σήμερα στην Kρήτη, για την απόδοση της παραδοσιακής μουσικής, των χορών και των τραγουδιών της, άλλα σε μεγαλύτερο βαθμό κι άλλα σε μικρότερο, είναι: η λύρα, το βιολί, το λαγούτο, το μαντολίνο, η κιθάρα, η βιολόλυρα, το μπουλγαρί, η μ(π)αντούρα, η ασκομ(π)αντούρα, το χαμπιόλι και το νταουλάκι. Οι αδιαμφισβήτητες πληροφορίες σχετικά με τη χρονολόγηση της παρουσίας των περισσοτέρων από αυτών στην Kρήτη ανάγονται, κυρίως, στην περίοδο της Bενετοκρατίας, προέρχονται από διάφορες πηγές (εικονογραφικές, φιλολογικές, αρχειακές, αναφορές ιερωμένων της εποχής, απομνημονεύματα, νοταριανά έγγραφα κ.ά.) και αφορούν το βιολί και τους άμεσους προγόνους του, το λαγούτο, την κιθάρα, το νταουλάκι, το χαμπιόλι, τη μ(π)αντούρα και την ασκομ(π)αντούρα,
(βλ. Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, “Θεοφάνης ο Κρης, Η Κιβωτός αιρομένη εν τη πόλει Ιερουσαλήμ, 145 – 46, Άγιον Όρος, Καθολικό Μονής Σταυρονικήτα”, στο Έργα Κρητών ζωγράφων 15ου – 17ου αιώνα, Πανελλήνια Ομοσπονδία Κρητικών Σωματείων, Αθήνα 2006), καθώς και άλλα μουσικά όργανα (τσίτερες, κλαδοτσύμπανα, τρομπέτες, άρπες, μπάσα κ.λπ.) των οποίων η χρήση δεν επιβίωσε. Για τη λύρα, το μπουλγαρί, το μαντολίνο και τη βιολόλυρα τα εμπεριστατωμένα στοιχεία είναι υστερότερα. Για τα τρία πρώτα, αρχίζουν από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, ενώ για το τελευταίο να πούμε ότι είναι όργανο της εποχής του Μεσοπολέμου.
Κρουστά
Tη χρήση των αυλών και των τυμπάνων στην Kρήτη αναφέρουν οι Έλληνες ορθόδοξοι ιερωμένοι της εποχής από τις αρχές του 15ου και του 17ου αιώνα, αντίστοιχα. Tα τύμπανα, που ονομάζονται και ταμπούρλα, αναφέρονται και στα κείμενα της κρητικής λογοτεχνίας από το 1600 περίπου. Το μικρό κρητικό τύμπανο, που ονομάζεται νταουλάκι ή τουμπί, διατηρείται μέχρι σήμερα μόνο στο νομό Λασιθίου και είναι αυτό ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μουσικής κληρονομιάς του νομού. Είναι ένα ρυθμικό όργανο, το οποίο παίζεται με δύο ειδικά φτιαγμένα νταουλόξυλα, που ονομάζονται τουμπόξυλα, και συνήθως συνοδεύει ένα τουλάχιστον μελωδικό όργανο, που μπορεί να είναι βιολί (οπότε η ζυγιά λέγεται βιολοντάουλα), λύρα (με τη ζυγιά να αποκαλείται λυροντάουλα), ή κάποιο πνευστό.
Πνευστά
Στην Kρήτη απαντώνται δύο τύποι αυλών. O ένας έχει στην άκρη επιστόμιο, όπως το φλάουτο με ράμφος, και ο άλλος μονό γλωσσίδι, όπως το κλαρινέτο. Oι ονομασίες που αποδίδονται στον κάθε τύπο είναι πολλές, ανάλογα με τις περιοχές, και σημειωτέον διαφορετικές από τις αντίστοιχες της υπόλοιπης Ελλάδας. Το πρώτο ακούγεται ως: χαμπιόλι, θιαμπόλι, φθιαμπόλι (ή φτιαμπόλι ή φιαμπόλι), μπαμπιόλι (ή παμπιόλι), σφυροχάμπιουλο (ή σφυροχάμπουλο), πειροχάμπιολο και γλωσσοχάμπουλο. Για το όργανο με γλωσσίδι ο κρητικός λαός χρησιμοποιεί τις ονομασίες μαντούρα, μπαντούρα ή παντούρα. Όπως καταδεικνύεται από την κρητική λογοτεχνία, οι όροι φιαμπόλι, μαντούρα και παντούρα είναι γνωστοί στην Kρήτη από τα τέλη του 16ου αιώνα.
Ασκομ(π)αντούρα ή φλασκομ(π)αντούρα ονομάζεται στην Κρήτη η γνωστή σε όλα τα νησιά του Αιγαίου τσαμπούνα, η οποία είναι ο ένας από τους δύο τύπους άσκαυλου που συναντάμε στον ελλαδικό χώρο. Η χρήση της στην Κρήτη μαρτυρείται εικονογραφικά από τα μέσα περίπου του 15ου αιώνα.
Βιολί
Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, το βιολί και οι άμεσοι πρόγονοί του ενσωματώνονται στην οργανική μουσική των Κρητών από το 16ο αιώνα. H παρουσία τους εντοπίζεται σε ζωγραφικά έργα, φιλολογικές και αρχειακές πηγές, χρονολογημένα εργόχειρα, κ.λπ. Όπως διαφαίνεται, με το βιολί αναπτύχθηκε το σημαντικότερο μέρος της κρητικής μουσικής, ο χανιώτικος (συρτός) και οι κοντυλιές. O παλαιότερος γνωστός λαϊκός βιολάτορας στην Kρήτη θεωρείται ο Στέφανος Tριανταφυλλάκης ή Kιώρος (1715-1800) από τις Λουσακιές Κισσάμου Χανίων, που λέγεται ότι εμπνεύστηκε ή διαμόρφωσε τη μουσική του πεντοζαλιού, καθώς και τους παλαιότερους μουσικούς σκοπούς του χανιώτικου (συρτού). Ήταν το όργανο που συναντάτο στα περισσότερα γλέντια της Κρήτης, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60, το πιο δημοφιλές όργανο στις περισσότερες περιοχές των νομών Χανίων, Λασιθίου και Ηρακλείου. Παιζόταν ακόμα και στο νομό Ρεθύμνου, στον οποίο κυριαρχούσε η λύρα και που εσφαλμένα έχει υποστηριχθεί ότι το βιολί δεν παιζόταν εκεί.
Συνοδευτικά όργανα του βιολιού ήταν: στο νομό Χανίων, πρωτίστως, το λα(γ)ούτο και δευτερευόντως το μαντολίνο, στους νομούς Ρεθύμνου και Ηρακλείου το μαντολίνο, ενδεχομένως και το μπουλγαρί, και στο νομό Λασιθίου το μαντολίνο, η κιθάρα και το νταουλάκι (βιολοντάουλα).
Ωστόσο, η πρωτοκαθεδρία αυτή του βιολιού χάθηκε, στα μέσα, περίπου, της δεκαετίας του ΄50. Τότε, από άγνοια, παρεξήγηση και δυναμική αντιπαράθεση μεταξύ παραγόντων της «Ελληνικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης» και παραδοσιακών βιολιστών του νομού Χανίων, διαμορφώθηκαν ιδιαιτέρως αρνητικές εξελίξεις για την οργανική κρητική μουσική. Υπήρξε συστηματική μεθόδευση για απαγόρευση απόδοσης της κρητικής μουσικής με βιολί στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, που πολύ γρήγορα καθιερώθηκε. Έτσι, περιορίστηκε η χρήση του οργάνου, με αποτέλεσμα σταδιακά να διαμορφωθεί στον πολύ κόσμο, που, δυστυχώς, αγνοούσε το κρητικό ιστορικό μουσικό περιβάλλον, η άποψη ότι το βιολί δεν είναι παραδοσιακό όργανο της μουσικής κληρονομιάς της Κρήτης και ότι η αχλαδόσχημη αιγαιοπελαγίτικη λύρα που παιζόταν στην Κρήτη (και την οποία ίδια συναντάμε στην Κάρπαθο, την Κάσο, τη Ρόδο κ.α. και σε παραλλαγές στη Μακεδονία και τη Θράκη) είναι το κατ’ εξοχήν λαϊκό όργανο της Kρήτης.
4. Ανώγεια Μυλοποτάμου. 1930, Εφημ. Η φωνή των Ανωγείων, α/α 249, Δεκ. 1999, σ. 3.
Διακρίνονται οι λυράρηδες Κώστας Χαιρέτης και Μιχάλης Σκουλάς
και δύο αταύτιστοι μουσικοί, με βιολί και μαντολίνο.
Δημοσιεύεται στο Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ.,
«Το βιολί στην κρητική μουσική παράδοση, ένας μεγάλος αδικημένος πρωταγωνιστής»,
Ιχνηλατώντας την κρητική παράδοση στο χθες και το σήμερα, Πανελλήνια Ομοσπονδί
Κρητικών Σωματείων, Αθήνα, 2011, σ.24.
Είναι ευτύχημα είναι ότι τα τελευταία 25 χρόνια, ως αποτέλεσμα συστηματικών προσπαθειών συγκεκριμένων παραγόντων του χώρου της κρητικής μουσικής και χορευτικής παράδοσης (και φίλων αυτής) δρομολογήθηκε η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, συνδυαστικά με το γεγονός ότι και ο ίδιος ο Σίμων Καράς, ο οποίος πρωτοστάτησε στην προαναφερθείσα απαγόρευση, στο τέλος της ζωής του είχε αναγνωρίσει το λάθος του, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό καθοριστικά στην επανόρθωση των κρητικών μουσικών πραγμάτων. Μάλιστα, πολύ πρόσφατα επετεύχθη με τον πιο επίσημο τρόπο η αποκατάσταση των μουσικών πραγμάτων της κρητικής παράδοσης (βλ. στο τέλος του αφιερώματος το: Μια Σπουδαία Εξέλιξη).
Λα(γ)ούτο
H παρουσία του λαουτοειδών στην Kρήτη επισημαίνεται από το 16ο αιώνα σε φιλολογικές και αρχειακές πηγές, σε χρονολογημένα εργόχειρα, ζωγραφικά έργα κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά και βάσει των στοιχείων που έχουμε, μέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα η χρήση του λαούτου είχε περιοριστεί μόνο στο νομό Χανίων. Από τότε, και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου (1920-40), άρχισε, να διαδίδεται στο νομό Ρεθύμνου. Ως πρωτοπόρους λαουτιέρηδες εκεί μπορούμε να αναφέρουμε τους Σταύρο Ψυλλάκη – Ψύλλο (1897-1941) και Γιάννη Μπερνιδάκη – Μπαξεβάνη (1910-1972), των οποίων σχετικές φωτογραφίες υπάρχουν. Στους νομούς Ηρακλείου και Λασιθίου το λαούτο άρχισε να χρησιμοποιείται εμφανώς τη δεκαετία του ’60. Παραλλήλως, το όργανο άλλαξε μέγεθος και κούρδισμα, καθώς και ρόλο στους τόπους που διαδόθηκε, περιοριζόμενο στην ρυθμική συνοδεία.
Όμως, στα Χανιά το παίξιμό του παρέμεινε όπως παλαιότερα, δηλαδή δεν κρατεί απλώς το ρυθμό και δεν παίζει ρόλο οργάνου συνοδείας, αλλά μόνο του ή με το βιολί ή τη λύρα παίζει και τη μελωδία, σαν να συνεχίζει, θα λέγαμε, την παράδοση του μεσαιωνικού ή αναγεννησιακού λαγούτου, που ήταν όργανο σολιστικό. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες βλέπουμε όλο και πιο συχνά λαουτιέρηδες και από την υπόλοιπη Κρήτη να εφαρμόζουν τη χανιώτικη σολιστική τεχνική παιξίματος του λαούτου.
Λύρα
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πηγές, η χρήση της τρίχορδης λύρας, γνωστή στον ελλαδικό χώρο ήδη από τον 9ο αιώνα μ.Χ., επιβεβαιώνεται στην Kρήτη την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ο παλαιότερος γνωστός Κρητικός λυράρης είναι ο Θοδωρομανώλης (1778 – 1818) από το Επανοχώρι Σελίνου. Η εύκολη και ανέξοδη κατασκευή της λύρας από τον ερασιτέχνη μουσικό, εν αντιθέσει με το βιολί που κατασκευάζεται από επαγγελματία οργανοποιό και κοστίζει πολύ, συνέβαλε στην «υιοθέτησή» της στο νησί, αφού από τον 18ο αιώνα συναντάται σε αρκετές πηγές. Να διευκρινιστεί ότι, οι λύρες που αναφέρονται σε κείμενα της Ενετοκρατίας αφορούν την αναγεννησιακή «λύρα ντα μπράτσο», γνωστή και ως «βιόλα ντα μπράτσο», ένα οκτάσχημο, συνήθως, πρόγονο του βιολιού, που δεν έχει καμία σχέση με τη λύρα που παιζόταν και παίζεται σήμερα στην Κρήτη.
6. Αρχάνες Ηρακλείου, περί τα 1900. Επιστολικό δελτάριο, φωτ: Γεώργιος Μαραγιάννης (1860-1924), Ηράκλειο, εκδ.: E. A. Cavaliero, Χανιά (Αρχείο Ιωάννη Θεμ. Τσουχλαράκη)
Λυράρης ο Κοντόχας (1867-1940) και πρωτοχορευτής ο Γιατρακογιώργης.
Δημοσιεύεται στο: Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, Οι χοροί της Κρήτης – μύθος, ιστορία, παράδοση,
Κ.Σ.Κ.Π., Αθήνα, 2000. Α΄ Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών.
Παλαιότερα, υπήρχαν δύο τύποι λύρας στην Kρήτη. Tο λυράκι, που έδινε οξύ και διαπεραστικό ήχο, κατάλληλο για χορό και η βροντόλυρα, μεγαλύτερη σε μέγεθος, ιδανική για την πολύωρη συνοδεία τραγουδιού. Aπό τους δύο τύπους αυτούς προήλθε η σύγχρονη κοινή λύρα, η οποία σταδιακά δανείστηκε αρκετά κατασκευαστικά στοιχεία από το βιολί (κλειδιά, δοξάρι κ.λπ.). Οι πρώτες παρεμβάσεις εντοπίζονται την εποχή του Μεσοπολέμου (1920-40), οπότε άρχισε να εγκαταλείπεται το μικρό δοξάρι με τις εντέρινες χορδές και να υιοθετείται το δοξάρι του βιολιού. με την υιοθέτηση κλειδιών μαντολίνου στην αρχή και βιολιού αργότερα. Ακόμα και το κούρδισμά (λα – ρε – σολ) της σύγχρονης λύρας παραπέμπει στο κούρδισμα (μι – λα – ρε – σολ) του βιολιού, όπως αυτό καθιερώθηκε ως χρυσή τομή και σε αντικατάσταση των ποικίλων κουρδισμάτων που χρησιμοποιούνταν μέχρι και μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο από τους παραδοσιακούς βιολιστές της Κρήτης. Έτσι, προέκυψε η κρητική λύρα με τη μορφή που τη γνωρίζουμε σήμερα και η οποία διατηρεί ελάχιστα στοιχεία της λύρας που παιζόταν παραδοσιακά στην Κρήτη ως τα τέλη της δεκαετίας του ‘60.
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, πολύ συχνά, η λύρα παιζόταν μόνη της, δηλαδή χωρίς συνοδευτικά όργανα, με το λυράρη στο κέντρο του χορευτικού κύκλου. Στο δοξάρι της συνήθιζαν να κρεμούν μικρά σφαιρικά κουδουνάκια, που λέγονται γερακοκούδουνα, επειδή θεωρείται ότι παρόμοια κουδουνάκια κρεμούσαν κατά τη βυζαντινή περίοδο στα κυνηγετικά γεράκια. Kατά την εκτέλεση της μουσικής, τα γερακοκούδουνα με επιδέξιες κινήσεις μεταμορφώνονται σ’ ένα δεύτερο όργανο ρυθμικής και αρμονικής συνοδείας.
Παραδοσιακοί βιολιστές, σε αρκετές περιπτώσεις, πριν αποκτήσουν βιολί εξασκούνταν στη λύρα. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60, συνοδευτικά όργανα της λύρας στο νομό Χανίων ήταν, πρωτίστως, το λα(γ)ούτο και δευτερευόντως το μαντολίνο, στο νομό Ρεθύμνου το μαντολίνο και το μπουλγαρί, στο νομό Ηρακλείου το μαντολίνο, πιθανόν και το μπουλγαρί, και στο νομό Λασιθίου το μαντολίνο και το νταουλάκι (λυροντάουλα).
Όπως είπαμε, λόγω συγκυριών, η προβολή της υπήρξε κυρίαρχη από τα μέσα μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα, και καθιερώθηκε στη συνείδηση των περισσοτέρων ως το κατεξοχήν μουσικό όργανο των Κρητών.
Μαντολίνο
Το μαντολίνο είναι ένα τετράχορδο όργανο που διαμορφώθηκε στην Ευρώπη το 17ο αιώνα. Πολλά χρόνια πριν από σήμερα, χωρίς να γνωρίζουμε από πότε ακριβώς, σίγουρα, όμως, από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα ως τα μέσα του 20ου, το χρησιμοποιούσαν συστηματικά οι Κρητικοί λαϊκοί οργανοπαίχτες, άλλοτε ως όργανο μελωδίας και άλλοτε ως όργανο συνοδείας του βιολιού, της λύρας ή της βιολόλυρας, στην τραγουδιστική και χορευτική μουσική, κυρίως, στους νομούς Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Λασιθίου. Στο νομό Χανίων έπαιζε το ρόλο του προπαρασκευαστικού οργάνου για τους λαουτιέρηδες.
Μπουλγαρί
Μπουλγαρί ονομάζεται στην Κρήτη ένα τρίχορδο όργανο του τύπου του ταμπουρά, με μικρό αχλαδόσχημο κυρτό ηχείο και μακρύ λεπτό χέρι. Η χρήση του στη Κρήτη είναι πιθανή από τα μέσα του 18ου αιώνα. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πηγές, στο νομό Ρεθύμνου έπαιζε συχνά το ρόλο συνοδευτικού οργάνου της λύρας. Ωστόσο, χρησιμοποιήθηκε (και χρησιμοποιείται), ιδιαιτέρως, στην απόδοση των ταμπαχανιώτικων, είδους αστικολαϊκών τραγουδιών, στα οποία συνδυάζεται η κρητική μουσική, η μικρασιάτικη και το ρεμπέτικο τραγούδι. Τα ταμπαχανιώτικα, γνωστά και ως κρητικά ρεμπέτικα, διαμορφώθηκαν και ακούγονταν στα αστικά κέντρα, Xανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο, από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα ως τα μέσα του 20ου. Από τα παλαιότερα, αν όχι το παλαιότερο, θεωρείται ο «σταφιδιανός», του Χανιώτη Μπραΐμ Αγά Σταφιδάκη.
Κιθάρα
H κιθάρα, όργανο της λαϊκής μουσικής πολλών χωρών, διαμορφώθηκε στη Δυτική Eυρώπη σταδιακά, από το Mεσαίωνα μέχρι το 19ο αιώνα. Στην Κρήτη έχουμε αναφορές για κιθάρα από την εποχή της Ενετοκρατίας. Εντούτοις, η παρουσία της φαίνεται ότι περιορίστηκε στο νομό Λασιθίου, όπου παίζεται ως «πάσο» του βιολιού, δηλαδή ως καθαρά συνοδευτικό του όργανο. Η χρήση της εκεί είναι επιβεβαιωμένη από τα τέλη του 19ου αιώ. Έντονη έιναι η παρουσία της στις επαρχίες Σητείας και Ιεράπετρας, με την πλούσια βιολιστική παράδοση. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες τη βλέπουμε σε όλα, σχεδόν, τα επαγγελματικά κρητικά μουσικά συγκροτήματα, δίπλα στο λαούτο και μαζί με το βιολί ή τη λύρα.
Βιολόλυρα
Την περίοδο του Μεσοπολέμου (1920-1940) διαμορφώθηκε, στο νομό Ηρακλείου, η βιολόλυρα, ένα οκτάσχημο τετράχορδο όργανο, που παίζεται με λαβή όπως της λύρας, και το οποίο δημιουργήθηκε στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να αποκτήσει η λύρα τις τεχνικές δυνατότητες του βιολιού, με το οποίο μοιράζεται ορισμένα μορφολογικά, και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά. Η χρήση της, ανέκαθεν, υπήρξε περιορισμένη.
Μια Σπουδαία Εξέλιξη
14 Απριλίου του 2024 ΤΟ «ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΡΑ» ΤΙΜΗΣΕ ΤΟ ΝΑΥΤΗ ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΟΛΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Το «Κέντρο Ερεύνης και Προβολής της Εθνικής Μουσικής – Μουσικό και Φιλολογικό
Αρχείο Σίµωνος και Αγγελικής Καρά», αναγνωρίζοντας τη μεγάλη ευθύνη που φέρει
για τη διάσωση και προβολή της κρητικής μουσικής κληρονομιάς στο σύνολό της,
διοργάνωσε, σε συνεργασία με την Περιφερειακή Ενότητα Χανίων
και την αρωγή του Δήμου Χανίων,
εκδήλωση τιμής, με επιστημονικό και καλλιτεχνικό περιεχόμενο,
για τον Κωνσταντίνο Παπαδάκη-Ναύτη (1920-2003),
από το Καστέλι Κισάμου, στο πρόσωπο του οποίου αποτυπώνεται
η πιο δυναμική και καθοριστική έκφραση
διατήρησης της βιολιστικής παράδοσης στην Κρήτη.
Πρόκειται για πρωτοβουλία η οποία δεν είναι υπερβολή να χαρακτηριστεί
«Σταθμός» στα πολιτιστικά δρώμενα και ιδιαιτέρως στο ευρύτερο πολιτισμικό
περιβάλλον της παραδοσιακής κρητικής μουσικής, καθώς μέσω αυτής εκφράστηκε
με τον πιο επίσημο και σαφή τρόπο εκ μέρους του “ΚΕΠΕΜ – Αρχείου Σίμωνος
και Αγγελικής Καρά” η αναγνώριση της αυθεντικότητας και της αξίας
σύνολης της κρητικής μουσικής παράδοσης,
τόσο της βιολιστικής όσο και εκείνης της λύρας.
Μια Σημαντική Επισήμανση
Περί άστοχης χρήσης ηλεκτρικής κιθάρας, μπάσου, ντραμς συνθεσάιζερ από, κρητικά συγκροτήματα μουσικών, δήθεν, παραδοσιακής μουσικής.
Επιλεγμένη Βιβλιογραφία
- Δαλιανούδη Ρενάτα, Το βιολί και το λαούτο ως παραδοσιακή ζυγιά στη Δυτική Κρήτη, κουρδίσματα – ρεπερτόριο – τεχνικές, Παγκρήτιος Σύλλογος Καλλιτεχνών Κρητικής Μουσικής, Ηράκλειο, 2004 και Το βιολί και η κιθάρα ως παραδοσιακή ζυγιά στην Ανατολική Κρήτη, κουρδίσματα – ρεπερτόριο – τεχνικές, Παγκρήτιος Σύλλογος Καλλιτεχνών Κρητικής Μουσικής, Ηράκλειο, 2004.
- Δεικτάκης Αθανάσιος Π., Χανιώτες λαϊκοί μουσικοί που δεν υπάρχουν πια, Τόμος Α’ Καστέλι Κισσάμου, 1999 και Χανιώτες λαϊκοί μουσικοί που δεν υπάρχουν πια, Τόμος Β’, Καστέλι Κισσάμου, 2009.
- Λεντάρης Γιάννης Κ. – Γιακουμινάκης Γιώργος Π., Λαϊκή μουσική παράδοση και καλλιτέχνες του Αποκορώνου, Ομοσπονδία Σωματείων Αποκορώνου Χανίων, Αθήνα, Ιούνιος, 2013.
- Παπαδάκης Κωνσταντίνος (Ναύτης), Η αλήθεια για την κρητική μουσική, Εκδόσεις Γεωργίου Αναστασάκη, Αθήνα, 2008.
- Τσουχλαράκης Ιωάννης. Θεμ., Οι χοροί της Κρήτης – μύθος, ιστορία, παράδοση, Κ.Σ.Κ.Π., Αθήνα, 2000. Α΄ Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών
- Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., Τα λαϊκά μουσικά όργανα στην Κρήτη, Ε.Κ.Μ., Αθήνα, 2004.
- Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., “Θεοφάνης ο Κρης, Η Κιβωτός αιρομένη εν τη πόλει Ιερουσαλήμ, 145 – 46, Άγιον Όρος, Καθολικό Μονής Σταυρονικήτα”, στο Έργα Κρητών ζωγράφων 15ου – 17ου αιώνα, Πανελλήνια Ομοσπονδία Κρητικών Σωματείων, Αθήνα 2006)
- Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., «Θαλήτου Τέχνες: Το μπουλγαρί και οι μπουλγαρίστες στην Κρήτη», περιοδ. Κοντυλιές, Ιαν. – Φεβ. 2006 (τ.1), σσ. 50-1.
- Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., Ναύτης, ο κορυφαίος δημιουργός Κωστής Παπαδάκης, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων, Χανιά, 2010.
- Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., «Το βιολί στην κρητική μουσική παράδοση, ένας μεγάλος αδικημένος πρωταγωνιστής», Ιχνηλατώντας την κρητική παράδοση στο χθες και το σήμερα, Πανελλήνια Ομοσπονδία Κρητικών Σωματείων, Αθήνα, 2011.
Ακολουθήστε μας στο Facebook