Οι Χοροί της Κρήτης

Σύμφωνα µε τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραµµατείας, ο χορός πρωτοεµφανίστηκε στην Κρήτη, όπου αναπτύχθηκε ως τέχνη κάτω από θεία έµπνευση και καθοδήγηση, και από εκεί διαδόθηκε στον υπόλοιπο ελληνικό κόσµο. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται στη γέννηση του χορού, αποδίδοντας την πατρότητά του στη Μητέρα των Θεών (Ρέα ή Κυβέλη), η οποία τον δίδαξε στους Κρήτες και συγκεκριμένα στους Κουρήτες, κάποια φυλή ή υποδιαίρεση του κρητικού λαού, αρχαιότατη αν κρίνουµε από την παράδοση που τους ονοµάζει «γιους της Γης», ή µια ιερατική οικογένεια θεραπευτών-καθαρτών, που εκτελούσαν χαρακτηριστικούς χορούς, προκειµένου να επιτύχουν τον εξαγνισµό. Γι αυτό και θεωρείται ότι οι περισσότεροι χοροί της κλασικής αρχαιότητας ανάγονται στην Κρήτη.

Ο πιο φηµισµένος κρητικός χορός ήταν ο πυρρίχιος και µε τη γενική ονοµασία «πυρρίχη» χαρακτηρίζονταν όλοι οι πολεµικοί χοροί της αρχαιότητας.  Οι πηγές µας πληροφορούν ότι µε τα χρόνια ο χορός εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα και η κάθε πόλη που άρχιζε να τον χορεύει, δίνοντάς του και διαφορετικό όνοµα, φιλοδοξούσε την πατρότητά του. Από το 300 µ.Χ. τον πυρρίχιο αρχίζουν να χορεύουν και οι γυναίκες και από τότε κάποιες παραλλαγές του παίρνουν χαρακτήρα χορού ερωτικού.Οι περισσότεροι µελετητές σήµερα είναι πεπεισµένοι ότι αρκετούς χορευτικούς τύπους οι αρχαίοι Έλληνες τους διδάχτηκαν από την Κρήτη. Για πολλούς από τους πηδηχτούς παραδοσιακούς χορούς της Κρήτης µπορούµε να πούµε πως αποτελούν απόηχους των χορών των Κουρητών ή των χορών της πυρρίχης, ως παραλλαγές ή άλλες ονοµασίες τους, µετασχηµατισµένες στο πέρασµα των αιώνων.Ιδιαίτερα ονοµαστοί στην Κρήτη, από τη µινωική εποχή, ήταν επίσης οι τελετουργικοί κυκλικοί χοροί, κλειστοί και ανοιχτοί, ως απαραίτητα στοιχεία των θρησκευτικών τελετουργιών.  Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι οι Κρήτες είχαν εφεύρει αυτού του είδους τις τελετουργίες µε τους συρτούς χορούς, που χορεύονταν κατά τη διάρκεια θυσίας γύρω από το βωµό, ή την ιέρεια µουσικό.Το ότι η πλουσιότατη µουσική-χορευτική κληρονομιά της Κρήτης, η οποία διαµορφώθηκε και επιβίωσε µέχρι τους νεότερους χρόνους, αναπτύχθηκε ως συνέχεια της αρχαιότερης τοπικής και συµπληρώθηκε επηρεασμένη από τις μακρόχρονες ιστορικές περιπέτειες του νησιού, φαίνεται, επίσης, από το γεγονός ότι µμέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα ο µουσικός βρισκόταν στο κέντρο του χορευτικού κύκλου, που όπως επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά ευρήµατα συνέβαινε στην Κρήτη της αρχαιότητας (φωτ. 1, 2).

   1. Πήλινο σύμπλεγμα του 13ου π.Χ. αιώνα από τον θολωτό τάφο στο Καμηλάρι, περιοχή Αγ. Τριάδας Ηρακλείου, με απόδοση κλειστού κυκλικού χορού.

        2.  Ομοίωμα από terracotta του 15ου π.Χ. αιώνα από το Παλαίκαστρο της Σητείας με τη μουσικό στο κέντρο του χορευτικού κύκλου.
(Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου)

 Τη ζωντανή χορευτική κληρονομιά της Κρήτης αποτελούν πάνω από είκοσι πέντε παραδοσιακοί χοροί, συμπεριλαμβανομένων κάποιων παραλλαγών.  Μέχρι και τη δεκαετία του ‘80 οι περισσότεροι από αυτούς ήταν περιορισμένης διάδοσης. Γνωστοί σε όλη τη Κρήτη ήταν µόνο: η σούστα, ο σιγανός Ρεθύµνου, ο σιγανός Ηρακλείου, ο µαλεβιζώτης, γνωστός και ως καστρινός πηδηχτός, ο χανιώτης, γνωστός και ως χανιώτικος (συρτός) και το πεντοζάλι, γνωστό και ως πεντοζάλης. Να σηµειωθεί, πάντως, ότι, και οι χοροί αυτοί µέχρι τα µέσα του 20ου αιώνα δεν ήταν παγκρήτιας εμβέλειας αλλά περιορισμένης. Πιο συγκεκριμένα, ήταν ευρέως γνωστοί στο νοµό Ρεθύµνου ο τοπικός σιγανός και η σούστα, στο νοµό Ηρακλείου ο µαλεβιζώτης και ο τοπικός σιγανός και στο νοµό Χανίων ο χανιώτικος και το πεντοζάλι.

 Οι υπόλοιποι χοροί, που από το 1990 και µετά άρχισαν να γίνονται σταδιακά περισσότερο γνωστοί και µετά το 2000 να προβάλλονται συστηματικά, είναι: η γιτσικιά σούστα, γνωστή και ως ρουµατιανή σούστα (όρος που επινοήθηκε και διαδόθηκε τις τελευταίες δεκαετίες από τον παραδοσιακό µουσικό Κωνσταντίνο Παπαδάκη ή Ναύτη), η γλυκοµηλίτσα, το ρόδο, ο φτερωτός (συρτός), που είναι παραλλαγή του χανιώτικου µε διαφοροποιημένη τη φόρµα του (γνωστός και ως πάσο, σταυρωτός και ντάµα), ο κουτσαµπαδιανός, ο τριζάλης, ο πηδηχτός της επαρχίας Μυλοποτάµου, γνωστός και ως ανωγειανός πηδηχτός (ονοµασία που επινοήθηκε και διαδόθηκε τη δεκαετία του ’80 από Ανωγειανούς µουσικούς και χορευτές), ο απανωµερίτης, το µικρό µικράκι, ο μαλεβιζώτης (γνωστός και ως καστρινός πηδηχτός) και οι διάφορες παραλλαγές του σε επαρχίες του νομού ηρακλείου, ο µπρ(α)ϊµιανός, ο πρινιώτης, ο αγκαλιαστός, ο ξενοµπασάρης, γνωστός και ως µανάς, ο ζερβόδεξος, ο πηδηχτός του νοµού Λασιθίου µε τις διάφορες εκφάνσεις του (στη Σητεία και στην Ιεράπετρα), ο λαζότης και τα ντουρνεράκια.

 3.  Ταχυδρομικό δελτάριο, με δίγλωσση λεζάντα: «ΧΑΝΙΑ – Χορός – Πεντοζάλι», Χανιά, 1957. (Αρχείο Ιωάννη Θεμ. Τσουχλαράκη) Δημοσιεύεται στο Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, Δασκαλογιάννης – Ιστορία, Μουσικοχορευτική Παράδοση και Μνημοσύνη 250 χρόνια μετά, Πανελλήνια Ομοσπονδία Κρητικών Πολιτιστικών Σωματείων, Αθήνα, 2020.

Μια Σημαντική Επισήμανση

 Πριν, όμως, εξετάσουμε τους κρητικούς χορούς έναν προς έναν, χρειάζεται να επισημάνουμε τα κάτωθι. Μέχρι πριν µερικές δεκαετίες χορευόταν σε χωριά της επαρχίας Καινουργίου του νοµού Ηρακλείου ένας πηδηχτός χορός διαφορετικός από όσους αναφέραµε παραπάνω και ο οποίος είχε πάψει να προβάλλεται µέχρι το 2012. Από τότε, οπότε έγινε ευρέως γνωστή η µία και µοναδική, µέχρι σήµερα, διασωθείσα παλαιή οπτικοακουστική καταγραφή του στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 στη Γέργερη της επαρχίας Καινουργίου Ηρακλείου, ο χορός άρχισε να προβάλλεται, ατυχώς, µε την ονοµασία πηδηχτός Γέργερης.

 Επίσης, τα τελευταία χρόνια άρχισε τα γίνεται αρκετά συχνά λόγος για εθιανό πηδηχτό (από το χωριό Εθιά του νοµού Ηρακλείου), ενώ σχετικά πρόσφατα άρχισαν κάποιες αναφορές και για πηδηχτό Βιάννου, πηδηχτό Μεσσαράς και πηδηχτό Μονοφατσίου.  

 ∆εν θα σχολιάσουμε, ούτε θα αναλύσουμε τα προβαλλόμενα µε αυτούς τους χορούς ή άλλους, επίσης, νέο-προβαλλόμενους  µε προέλευση το νοµό Ρεθύµνου (επικρείδιος, πικρήδης, µπυρίχης, ορσίτης κ.λπ.), καθότι οι πρωτεργάτες εκφραστές τους δεν έχουν προβεί σε ανακοινώσεις σχετικές µε την έρευνα πάνω στην οποία στηρίζονται τα όσα παρουσιάζουν. Ανακοινώσεις επαρκείς και επιστημονικές, που να εκθέτουν τις διασταυρωμένες (ή µη) πηγές τους. Πιστεύουμε ότι δεν θα ήταν υπεύθυνη η µη διατήρηση επιφυλάξεων και η θεώρηση τέτοιων προσπαθειών ως κάτι αξιόπιστο, από τη στιγµή που δεν έχουν δημοσιευθεί, ακόµη, στοιχεία, που να τις τεκμηριώνουν, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι οι χοροί αυτοί είναι όντως παλαιοί, παραδοσιακοί και όχι νεώτερες «εφευρέσεις»… Συνεπώς, μέχρι νεωτέρας, φρονούμε ότι είναι συνετό να περιµένουµε.

 Ωστόσο, θα προσθέσουμε κάτι σχετικό, γενικά µε τις ονοµασίες των χορών, επισημαίνοντας στην ουσία αυτό που έχει γραφτεί επανειλημμένως σε διάφορα άρθρα. Οι τοπωνυµικοί επιθετικοί προσδιορισµοί υποδηλώνουν είτε προέλευση – καταγωγή, είτε αποκλειστική παρουσία – χρήση. Συνεπώς, η χρήση ενός τέτοιου προσδιορισµού στην ονοµασία ενός κρητικού χορού είναι εύλογη (χάριν της διάκρισης) όταν παραπέµπει, τουλάχιστον, σε µία επαρχία, δηλαδή σε µία ευρεία γεωγραφική περιοχή, µέσω της οποίας διαφαίνεται η μεγάλη συλλογικότητα στη διατήρηση, αν όχι στη διαµόρφωση, της τοπικής χορευτικής παράδοσης. Για παράδειγμα: πηδηχτός Μυλοποτάµου και όχι ανωγειανός πηδηχτός.

 Αντιθέτως, η χρήση ενός προσδιορισµού που ανάγεται στα στενά γεωγραφικά όρια ενός χωριού (Εθιά, Γέργερη, Ανώγεια, Παλαιά Ρούματα κ.λπ.) είναι δύσκολο να ερμηνευθεί, καθώς εύκολα µπορεί να «μεταφραστεί» ως µία «διεκδίκηση» τοπικιστικού χαρακτήρα. Ποίος θα πιστέψει ότι, ένας παλαιός χορός χορευόταν µόνο σε ένα χωριό, στο οποίο, όµως, χορεύονταν και άλλοι χοροί, γνωστοί στα γυρωχώρια, αλλά ήταν εντελώς άγνωστος στα τελευταία; Για να γίνει δεκτό κάτι τέτοιο, πρέπει πρώτα να απαντηθεί το ερώτηµα: γιατί συνέβαινε αυτό;[1]

 ∆εν πρέπει να ταυτίζουμε το χθες µε το σήµερα. ∆εν πρέπει να παρασυρόμαστε από το φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών, όπου επειδή η διατήρηση και συστηµατική προβολή ορισμένων χορών εντοπιζόταν σε µμερικά χωριά, αυτό είχε ως αποτέλεσµα την εµφάνιση µιας μορφής οικειοποίησής των, µέσω της ονοµασίας των (ανωγειανός πηδηχτός, ρουµατιανή σούστα, µεσελεριανός). Όταν µάλιστα έχει εκφραστεί έντονη διαφωνία και αντίδραση κατοίκων από άλλα όµορα χωριά, που γνώριζαν και γνωρίζουν τους χορούς αυτούς. Μην συνδέουµε τα «του χορού ζητήματα» µε τα «της µουσικής φαινόμενα», στην οποία, ασφαλώς, συναντούµε µμελωδίες χανιώτικου (συρτού) και κοντυλιές µε τοπωνυμικές ονοµασίες χωριών, καθότι είτε είναι αφιερωματικές είτε υποδηλώνουν την καταγωγή του δημιουργού.[2] Είναι γνωστό ότι, η µουσική παράδοση είναι κατεξοχήν ατοµική δημιουργία, µε γνωστά στοιχεία ταυτότητας, εν αντιθέσει µε τη χορευτική, που θεωρείται συλλογική, γιατί στερείται στοιχείων, εξαιρουμένων ελαχίστων περιπτώσεων, για τις οποίες έχουµε αναφορές σε συγκεκριμένα πρόσωπα και γεγονότα (χανιώτικος, πεντοζάλι, κουτσαµπαδιανός, λαζότης).  

 [1] Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, «Θαλήτου Τέχνες: Τα κρητικά χορευτικά ομώνυμα του πρόσφατου παρελθόντος και οι σύγχρονες μετονομασίες τους», περιοδ. Κοντυλιές, τ. 22, Αθήνα, Μάρτιος 2010, σσ. 44-7.
 [2] Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, Ναύτης, ο κορυφαίος δημιουργός Κωστής Παπαδάκης, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων, Χανιά, 2010.

Χανιώτης ή Χανιώτικος (Συρτός)

 Χορός με προέλευση το νομό Χανίων. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, η παλαιότερη μορφή του εντοπίζεται στην επαρχία Κισσάμου Χανίων. Ανήκει στην κατηγορία των συρτών χορών, που χορεύονται σε κύκλο. Τις τελευταίες δεκαετίες ακούγεται περισσότερο ως χανιώτικος συρτός ή απλώς συρτός ή σερτός. Στις μέρες μας χορεύεται ως μεικτός χορός, από άνδρες και γυναίκες.

 Ο «χανιώτικος» παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον για τρεις σημαντικούς λόγους:

 α) Λόγω του ξεχωριστού χορευτικού τρόπου απόδοσης της παλαιότερης μορφής του, που διατηρείται ακόμα σε πολλές περιοχές των επαρχιών Κισσάμου, Κυδωνίας και Σελίνου, καθώς στον κύκλο του χορού, ο οποίος αποτελείται είτε μόνο από άνδρες, είτε μόνο από γυναίκες (με επικεφαλής έναν άνδρα), χορεύουν πάντα οι εκάστοτε δύο πρώτοι, ενώ οι υπόλοιποι περπατάνε.

 β) Του μεγάλου αριθμού μελωδιών του (που λέγονται και μουσικοί σκοποί ή απλώς σκοποί), οι οποίοι ποικίλουν ως προς τη δομή τους, ένα ιδιαίτερο γνώρισμα των μελωδιών του χορού που δημιουργήθηκαν στα Χανιά, από σπουδαίους μουσικών, κυρίως, του 19ου και του 20ού αιώνα, για τη σωστή απόδοση των οποίων απαιτείται η τήρηση μίας σειράς παραδοσιακών μουσικών κανόνων. Τους μουσικούς κανόνες αυτούς πρέπει, με τη σειρά του, να γνωρίζει, απαραιτήτως, ο χορευτής, ώστε πάνω σε αυτούς να εφαρμόσει ένα πλήθος παραδοσιακών χορευτικών επιταγών, στα βήματα και τον αυτοσχεδιασμό του, ο οποίος περιλαμβάνει μοναδικούς σχηματισμούς σε σχέση με τους υπόλοιπους κρητικούς χορούς.

 γ) Των αρκετών μουσικών και βηματικών παραλλαγών του χορού, σχεδόν, σε όλη την Κρήτη.

[1] Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, Ναύτης, ο κορυφαίος δημιουργός Κωστής Παπαδάκης, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων, Χανιά, 2010.

 Ο ρυθμός του χορού βασίζεται σε μέτρο 2/4 (ή 5/8, σύμφωνα με ορισμένους παλαιούς Χανιώτες μουσικούς), ωστόσο, ανάλογα με τη μελωδία, η ρυθμική αγωγή, δηλαδή η «ταχύτητα» της μουσικής, μπορεί να είναι από αργή έως αρκετά γρήγορη, γεγονός που καθορίζει και την ταχύτητα του χορευτικού βηματισμού. Τα βήματα του είναι έντεκα και εκτελούνται εντός του χρόνου οκτώ τονισμένων (ισχυρών) μουσικών σημείων, και η λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων με τους αγκώνες λυγισμένους.

 Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, η οποία κατεγράφη για πρώτη φορά το 1989 από τον περίφημο παραδοσιακό μουσικό Κωνσταντίνο Παπαδάκη ή Ναύτη (1920 – 2003) από το Καστέλι Κισσάμου, ο «χανιώτικος» διαμορφώθηκε στα μέσα του 18ου αιώνα στην επαρχία Κισσάμου Χανίων (σ.σ. πιθανόν μετασχηματίζοντας κάποιον παλαιότερο χορό). Κατά τη λαϊκή πίστη, ο πιο παλαιός σκοπός του χορού, «ο πρώτος», δημιουργήθηκε με βάση δύο μελωδίες που είχαν συνθέσει Κρήτες εθελοντές υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης, στα 1453, οι οποίοι, ως γνωστόν, ήταν και οι τελευταίοι που παραδόθηκαν. Οι μελωδίες αυτές, που όσοι από τους αγωνιστές σώθηκαν επιστρέφοντας τις έφεραν στην Κρήτη, διατηρήθηκαν για δύο αιώνες ως τραγούδια. Σύμφωνα, πάντα, με τη λαϊκή μαρτυρία, η πρώτη οργανική εκτέλεση της μουσικής του χορού αποδίδεται στον Κισσαμίτη βιολάτορα Στέφανο Τριανταφυλλάκη ή Κιώρο (18ο αιώνα) και η πρώτη βηματική απόδοση του από Κισσαμίτες στον οικισμό Πατεριανά του χωριού Λουσακιές της επαρχίας Κισσάμου Χανίων.[1] 

 Αξιοσημείωτο είναι το ότι, στο παραπάνω αφήγημα ενσωματώνεται ένα πλήθος πραγματικών ιστορικών γεγονότων, άγνωστων στη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου, ακόμα και σε πολλούς από εκείνους που ασχολούνται με τη μελέτη της ιστορίας, τα οποία παρουσιάστηκαν, για πρώτη φορά, συνδυαστικά και αναλυτικά, το 2000, σε βιβλίο για τους κρητικούς χορούς.[2]

 [1] Α) Παπαδάκης Κωνσταντίνος (Ναύτης), Κρητική λύρα, ένας μύθος, Χανιά, 1989 και Παπαδάκης Κωνσταντίνος (Ναύτης), Η αλήθεια για την κρητική μουσική, Αθήνα, 2009.

 Β) Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., Ναύτης, ο κορυφαίος δημιουργός Κωστής Παπαδάκης, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων, Χανιά, 2010.

 [2] Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., Οι χοροί της Κρήτης, μύθος – ιστορία – παράδοση, Κέντρο Σπουδής Κρητικού Πολιτισμού, Αθήνα, 2000 (Α’ Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών).

      4.  Ο «Παγκρήτιος Όμιλος Βρακοφόρων», χορεύει «χανιώτικο», με την παλαιότερη μορφή του, σε εκδήλωση της Δ.Ε.Θ. στα 1958. (Αρχείο Αντώνη Ποντικού) Δημοσιεύεται στο Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, Οι χοροί της Κρήτης, μύθος – ιστορία – παράδοση, Κέντρο Σπουδής Κρητικού Πολιτισμού, Αθήνα, 2000 (Α’ Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών).

Χρονικό Προβολής και Διάδοσης του «ΧΑΝΙΩΤΙΚΟΥ»

 Ο «χανιώτικος» άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστός στην Κρήτη, αλλά και την υπόλοιπη Ελλάδα, την περίοδο του Μεσοπολέμου, λόγω της δράσης ορισμένων πολιτιστικών φορέων (Λύκειο των Ελληνίδων Αθηνών [Αθήνα, 1911], Λύκειο των «Ελληνίδων – Παράρτημα Χανιά [Χανιά, 1915] και Λύκειο των Ελληνίδων – Παράρτημα Ρέθυμνο [Ρέθυμνο, 1917]), καθώς και του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος ορισμένων μη Χανιωτών παραδοσιακών μουσικών, με πρωτοπόρους τους: Ανδρέα Ροδινό (1912-34), Αλέκο Καραβίτη (1904-75), Αντώνη Καρεκλά (1893 – 1980), Λευτέρη Μανασάκη ή Γαλιανό (1917-44). Έτσι, ο χορός απέκτησε παραλλαγές στο ύφος και την έκφραση της μουσικής, του βηματισμού και της φόρμας του, με αποτέλεσμα αλλιώς να αποδίδεται ο χορός στο νομό Ρεθύμνου, αλλιώς στο νομό Ηρακλείου και αλλιώς στο νομό Λασιθίου, με κοινό, όμως, χαρακτηριστικό στις περιοχές αυτές την μη τήρηση των μουσικών και χορευτικών κανόνων, που επιγραμματικά αναφέραμε παραπάνω.[1]

 Ωστόσο, η πιο καθοριστική διάδοση του χορού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στη διατήρηση ή/και το μετασχηματισμό της αρχικής μορφής του, συντελέστηκε μετά το 1950, λόγω:

 Α) Των πρωτοβουλιών και διοργανώσεων της Δόρας Στράτου, που δημιούργησε το Συγκρότημα Ελληνικών Λαϊκών Χορών (Αθήνα, 1952), την Εταιρία Ελληνικών Λαϊκών Χορών και Τραγουδιού (Αθήνα, 1952) και το Θέατρο Ελληνικών Χορών (Αθήνα, 1954) και η οποία περιόδευσε για πρώτη φορά χορευτικές παραστάσεις σε Ελλάδα, Ευρώπη, Η.Π.Α., Καναδά, Κούβα, Ασία κ.λπ., από το 1952 και μετά.

 Β) Της δράσεως του Λυκείου των Ελληνίδων Αθηνών, με μεγάλες χορευτικές παραστάσεις από το 1950 στην Αθήνα  και μετά το 1955 σε Κύπρο και Ευρώπη.

 Γ) Της δράσεως της Παγκρητίου Ενώσεως Αθηνών (ιδρύθηκε το 1947), με σπουδαίες διοργανώσεις στην Αθήνα, την περίοδο 1950-67, για τη διατήρηση της κρητικής ιστορικής και πολιτισμικής μνήμης και συνείδησης.

 Δ) Της δράσεως του Παγκρήτιου Όμιλου Βρακοφόρων (Π.Ο.Β.), που ιδρύθηκε στα Χανιά, το 1957 και ο οποίος περιόδευσε χορευτικές εμφανίσεις σε σημαντικότατες διοργανώσεις, στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Ευρώπη, Η.Π.Α. κ.λπ.), την περίοδο 1957-65.

 Οι χορευτικές ομάδες των ανωτέρω πολιτιστικών φορέων παρουσίασαν τον «χανιώτικο» σε δεκάδες διοργανώσεις, στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Ευρώπη, Η.Π.Α., Νότιο Αμερική, Ασία, Αυστραλία κ.λπ.), μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις διοργανώσεις αυτές χόρεψαν σπουδαίοι παραδοσιακοί Κρήτες χορευτές, από τους οποίους ξεχωρίζουν οι: Μύρων Σαπουντζής (1923-2005), Αντώνης Ποντικός (1917-2004), Γεώργιος Χνάρης (  ) και Μιχάλης Λέφας (1932-96)[3].

 [4] Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., «Θαλήτου Τέχνες: Το χρονικό διάδοσης του χανιώτικου συρτού», περιοδ. Κοντυλιές, τ.5,  Αθήνα, Σεπ. – Οκτ. 2006, σσ. 42-4 και Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., Σημειώσεις Σεμιναρίου «Ο Πρωτοχορευτής στους Κρητικούς Χορούς – Ο αυτοσχεδιασμός ανά χορό και περιοχή», Κ.Ε.Π.Ε.Μ. (Ίδρυμα Σίμωνος και Αγγελικής Καρά), Αθήνα, 2016.

 [5] Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., «Θαλήτου Τέχνες: Παλαιοί Μεγάλοι Δάσκαλοι του Κρητικού Χορού», περιοδ. Κοντυλιές, τ.18, Αθήνα, 2009.

Φτερωτός Συρτός

 Παραλλαγή του «χανιώτικου» µε διαφοροποιημένη τη φόρµα του. Τον συναντάμε στους νομούς Χανίων και Ρεθύμνου με διάφορες ονομασίες. Στην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων αποκαλείται «πάσο» χορός ή «φτερωτός», ενώ στην επαρχία Κισάμου «σταυρωτός». Στο νομό Ρεθύμνου τον συναντάμε και ως «ντάµα» συρτός. Χορεύεται από οκτώ άτοµα (τέσσερις άνδρες και τέσσερις γυναίκες) σε σχηματισμό ο οποίος μοιάζει με σταυρό που περιστρέφεται (φτερωτή). Ο χορός την περίοδο της Αποκριάς, αλλά κι εν γένει σε εύθυµες περιστάσεις, έπαιρνε τη µορφή παιχνιδιού. 

Σούστα Ρεθύμνου

 Χορός του νοµού Ρεθύµνου. Ανήκει στην κατηγορία των πηδηχτών χορών. Χορεύεται από ένα ή περισσότερα ζευγάρια (άνδρας µε γυναίκα). Έχει 6 βήµατα, που εκτελούνται εντός του χρόνου τεσσάρων τονισμένων (ισχυρών) μουσικών σημείων, ρυθμό που βασίζεται σε µουσικό µέτρο 2/4 και μουσικές φράσεις με τέσσερα τονισμένα μουσικά σημεία. Η σούστα ξεκινάει σαν κύκλιος χορός. Άνδρες και γυναίκες, µε λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων, αφού χορέψουν έναν κύκλο χωρίζονται σε δύο ομάδες (ανδρών και γυναικών), η µία απέναντι από την άλλη, φροντίζοντας να βρεθούν αντικριστά αυτοί που θα γίνουν ζευγάρι. Στη συνέχεια κάθε άνδρας πλησιάζει το ταίρι του. Από εκεί κι έπειτα αναπτύσσεται μεταξύ των μελών του κάθε ζευγαριού ένας χορευτικός διάλογος, γεμάτος συμβολισμούς, µε τα ζευγάρια αρχικά σε παράλληλη διάταξη και κατόπιν σε ελεύθερη. Ταυτόχρονα, τα ζευγάρια «διαγωνίζονται» για το ποιο θα εκτελέσει  αρτιότερα το χορό, βάσει μοναδικών κανόνων και επιταγών. Ένα καλό ζευγάρι χορευτών µπορεί να εκφράσει στη σούστα το χρονικό µίας ερωτικής ιστορίας, από τη στιγμή της γνωριμίας μέχρι την ώρα του γάμου.

 Τα βασικά βήµατα του χορού, που μοιάζουν µε πηδηματάκια και κάνουν τα σώματα των χορευτών σαν να ωθούνται από κάποιο ελατήριο, ίσως να ήταν ο λόγος που ο χορός, κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, μετονομάστηκε σε σούστα από την ομώνυμη ιταλική λέξη, που σημαίνει ελατήριο, έλασμα. Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανόν οι Βενετοί να έδωσαν την ονομασία αυτή, από τη στιγμή που άρχισαν να χορεύουν τον αντικριστό ερωτιάρικο χορό των Κρητών, αφού από τον Αντρέα Κορνάρο, ιστορικό της εποχής (τέλη 16 ου αιώνα), πληροφορούμαστε πως στις γιορτές και στις δεξιώσεις που δίδονταν στο παλάτι του δούκα, στο Χάνδακα, χορεύονταν εκτός από τους ιταλικούς και οι κρητικοί χοροί, που άρεσαν πολύ στους Βενετούς αξιωματούχους και στις κυρίες τους. Μπορεί, βέβαια, και να διαμορφώθηκε τότε η σούστα, μετασχηματίζοντας έναν παλαιότερο πυρρίχιο χορό, καθώς ενσωματώνει πολλά στοιχεία των χορών της «πυρρίχης».[7]

Ο χορός προβλήθηκε και διαδόθηκε εκτός του νομού Ρεθύμνου με τους τρόπους που περιγράψαμε παραπάνω τη διάδοση του «χανιώτικου» .

Βλ. παραπάνω ΧΡΟΝΙΚΟ ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΟΣΗΣ ΤΟΥ «ΧΑΝΙΩΤΙΚΟΥ».

[6] Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., «Θαλήτου Τέχνες: Παλαιοί Μεγάλοι Δάσκαλοι του Κρητικού Χορού», περιοδ. Κοντυλιές, τ.18, Αθήνα, 2009.

[7] Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, Αθήνα, 2000, ό.π..

Πηδηχτός Μαλεβιζίου ή Καστρινός Πηδηχτός

Λέγεται και μαλεβιζώτης ή μαλεβιζώτικος ή καστρινός. Θεωρείται χορός της επαρχίας Μαλεβιζίου του νομού Ηρακλείου. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες σε μικτό κύκλο. Έχει ρυθμό που βασίζεται σε µουσικό µέτρο 2/4, λαβή από τις παλάμες, στο ύψος των ματιών, με λυγισμένους τους αγκώνες και τους αντιβραχίονες, σχεδόν, σε επαφή, 16 βήματα (8 μπροστά και 8 πίσω), που αποδίδονται εντός του χρόνου έξι τονισμένων (ισχυρών) μουσικών σημείων, ενώ οι φράσεις της μουσικής του είναι κυρίως τεσσάρων τονισμένων μουσικών σημείων. Ο αυτοσχεδιασμός του πρωτοχορευτή περιλαμβάνει μοναδικές δημιουργίες σε σχέση με τους άλλους κρητικούς χορούς, με πηδήματα, με συνεχόμενα χτυπήματα των χεριών στα πόδια, με άλματα και ταυτόχρονα χτυπήματα των χεριών στα πόδια, αλλά και πολλές άλλες ιδιαίτερες δεξιοτεχνικές κινήσεις, εντελώς διαφορετικές από τους άλλους αυτοσχεδιαστικούς χορούς.[8]

Ο μαλεβιζώτης, που εμφανίζει διάφορες βηματικές παραλλαγές στις επαρχίες Καινουργίου, Πεδιάδος και Βιάννου του νομού Ηρακλείου,[9] αλλά και μουσικές–υφολογικές διαφορές, έγινε ευρύτερα γνωστός  όπως και οι χοροί χανιώτικος, πεντοζάλι και σούστα, με τους οποίους μοιράζεται το ίδιο χρονικό προβολής και διάδοσης. Ατυχώς, τα τελευταία χρόνια, διάφορες παραλλαγές του χορού εμφανίζονται με τοπωνυμικές ονομασίες, που δεν αιτιολογούνται επαρκώς και οι οποίες καμία σχέση δεν έχουν με την ιστορική παράδοση.

Βλ. παραπάνω ΜΙΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ

      1.   Ηράκλειο, αρχές δεκαετίας ‘50 (Αρχείο Λυκείου Ελληνίδων Αθηνών)

      2.   «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» (Μάνου Κατράκη), Θέατρο Άλσος – Πεδίον του Άρεως, Ο Πατούχας, 1967. Αντώνης Στεφανάκης (πρώτος), Βασίλης Σαπουντζής (δεύτερος), Δράκος Σαπουντζής, Μύρων Σαπουντζής, Θανάσης Σκορδαλός (λύρα), Σταύρος Μαυροδημητράκης (λαούτο) κ.ά. (Αρχείο Αντώνη Στεφανάκη) Δημοσιεύονται στο Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, Οι χοροί της Κρήτης, μύθος – ιστορία – παράδοση, Κέντρο Σπουδής Κρητικού Πολιτισμού, Αθήνα, 2000.

Χρονικό Προβολής και Διάσοσης του Μαλεβιζώτη

Το χρονικό συστηματικής προβολής και διάδοσης του μαλεβιζώτη ταυτίζεται με εκείνο που περιγράφουμε, παραπάνω, στο «χανιώτικο».

Βλ. παραπάνω ΧΡΟΝΙΚΟ ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΟΣΗΣ ΤΟΥ «ΧΑΝΙΩΤΙΚΟΥ».

[8] Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, Αθήνα, 2000, ό.π. και Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, «Ο αυτοσχεδιασμός του πρωτοχορευτή, παράδοση και… φολκλόρ», Αθήνα, 2011, ό.π.

[9] Βαγγέλης Βαρδάκης, Ιεράπετρα, 2015, ό.π.

Πηδηχτός Λασιθίου

 Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες σε κύκλο. Έχει ρυθμό που βασίζεται σε µουσικό µέτρο 2/4 και λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων. Με λυγισμένους τους αγκώνες. Τον συναντούμε σε παραλλαγές, στο ύφος του βηματισμού και της συνοδευτικής μουσικής, στην επαρχία Σητείας µε 16 βήµατα και στην επαρχία Ιεράπετρας µε 14 βήµατα, τα οποία (και στις δύο περιπτώσεις) εκτελούνται εντός του χρόνου έξι τονισμένων (ισχυρών) μουσικών σημείων. Είναι αυτοσχεδιαστικός χορός. Η έκφραση του πρωτοχορευτή περιλαμβάνει μοναδικές κινήσεις συγκριτικά με τους άλλους αυτοσχεδιαστικούς κρητικούς χορούς και ένα ξεχωριστό γνώρισμα είναι ότι αυτή πραγματοποιείται σε συνέργεια με τη γυναίκα που χορεύει δίπλα του.

Πεντοζάλι

 Χορός με προέλευση το νομό Χανίων, όπου και η ονομασία του: πεντοζάλι (το). Ανήκει στην κατηγορία των πηδηχτών χορών. Αποδίδεται ως μεικτός χορός, από άνδρες και γυναίκες, παλαιότερα, όμως, χορευόταν μόνον από άνδρες. Ο χορός, που εκτελείται σε κύκλο, έχει δέκα βήματα, τα οποία εκτελούνται εντός του χρόνου τεσσάρων τονισμένων (ισχυρών) μουσικών σημείων, έχει λαβή από τους ώμους με τα χέρια τεντωμένα, μελωδία με δώδεκα μουσικές φράσεις, έκτασης δύο και τεσσάρων τονισμένων μουσικών σημείων και ρυθμό που βασίζεται σε μέτρο 2/4. Ο αυτοσχεδιασμός του πρωτοχορευτή περιλαμβάνει μοναδικές κινήσεις, συγκριτικά με τους άλλους αυτοσχεδιαστικούς κρητικούς χορούς.

      3.  Ταχυδρομικό δελτάριο, με πολύγλωσση λεζάντα: «ΧΑΝΙΑ ΚΡΗΤΗΣ – Κρητικοί χοροί – Πεντοζάλι», Χανιά, 1957 (Ιδιωτική Συλλογή).
Δημοσ. στο Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, Δασκαλογιάννης – Ιστορία, Μουσικοχορευτική Παράδοση και Μνημοσύνη 250 χρόνια μετά, Πανελλήνια Ομοσπονδία Κρητικών Πολιτιστικών Σωματείων, Αθήνα, 2020.

 Από τα μέσα του 20ου αιώνα, ο χορός περισσότερο γνωστός ως πεντοζάλης (ο) στους νομούς Ρεθύµνου, Ηρακλείου και Λασιθίου, άρχισε πολλάκις να µμετασχηματίζεται, βηµατικά και µουσικά. Ως προς τον βηματισμό, διαµορφώθηκε ο λεγόμενος ρεθεμνιώτικος σιγανός πεντοζάλης (που σε τίποτα  δεν διαφέρει από το ρεθεµνιώτικο σιγανό χορό) και ο ηρακλειώτικος σιγανός πεντοζάλης (που, επίσης, δεν διαφέρει σε τίποτα από τον ηρακλειώτικο σιγανό χορό) και οι οποίοι χορεύονται ως εισαγωγή, δηλαδή ως το πρώτο µέρος του χορού (το αργό), που προηγείται του δεύτερου (του γρήγορου) που είναι και ο «κύριος» χορός. Ως προς τη µμουσική, εμφανίστηκαν στις επαρχίες Αµαρίου, Αγ. Βασιλείου και Ρεθύµνου του Νοµού Ρεθύµνου και στο Νομό Ηρακλείου τα λεγόμενα σιγανά πεντοζάλια (αµαριώτικα, αγιοβασιλιώτικα, ρεθεµνιώτικα, ηρακλειώτικα κ.ά.), χωρίς, ωστόσο, να µπορεί να εξηγηθεί, ούτε στο ελάχιστο, πώς ο πεντοζάλης (όπως ονομάζεται ο χορός στα µμέρη αυτά) στον πληθυντικό γίνεται πεντοζάλια ή πώς τα πεντοζάλια στον ενικό γίνονται πεντοζάλης; αφού δεν γνωρίζουμε αν οι μουσικές παραλλαγές προηγήθηκαν ή ακολούθησαν της µμετονομασίας του χορού στους νομούς Ρεθύµνου και Ηρακλείου, ενώ δεν πρέπει να παραλείψουμε να πούμε ότι στο νομό Λασιθίου δεν χορευόταν ποτέ καμία «σιγανή» µορφή του χορού, που και εκεί, βέβαια, φέρει την ονομασία πεντοζάλης. Δηλαδή, οι δύο χοροί, πεντοζάλι και σιγανός, υπέστησαν ένα «συγκερασμό» στους νομούς Ρεθύμνου και Ηρακλείου, αλλά όχι στο νομό Λασιθίου.

Χρονικό Προβολής και Διάδοσης του Πεντοζαλιού

Το χρονικό συστηματικής προβολής και διάδοσης του πεντοζαλιού ταυτίζεται με εκείνο που περιγράφουμε, παραπάνω, στον «χανιώτικο».

(Βλ. παραπάνω ΧΡΟΝΙΚΟ ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΟΣΗΣ ΤΟΥ «ΧΑΝΙΩΤΙΚΟΥ).

      4.  Ταχυδρομικό δελτάριο, με δίγλωσση λεζάντα: «ΧΑΝΙΑ – Χορός – Πεντοζάλι», Χανιά, 1945-49. (Ιδιωτική Συλλογή)
Δημοσιεύεται στο Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, Δασκαλογιάννης – Ιστορία, Μουσικοχορευτική Παράδοση και Μνημοσύνη 250 χρόνια μετά, Αθήνα, 2020.

Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, η οποία κατεγράφη για πρώτη φορά το 1989 από τον αείμνηστο Ναύτη (Κωνσταντίνο Παπαδάκη), ο χορός έλαβε τη σημερινή μουσικοχορευτική μορφή και ονομασία του στην επαρχία Κισσάμου, την περίοδο της Επανάστασης του Δασκαλογιάννη στα 1770-71 (σ.σ. ίσως βέβαια μετασχηματίζοντας έναν παλαιότερο πυρρίχιο ή υπορχηματικό χορό) και αποκτώντας συμβολισμούς στην ονομασία, το βηματισμό και τη μουσική του. Έτσι, ονομάστηκε πεντοζάλι (και όχι πεντοζάλης) διότι συμβολίζει το πέμπτο ζάλο (δηλαδή βήμα), όπως ειπώθηκε η θεωρούμενη πέμπτη κατά σειρά απόπειρα-ελπίδα των Κρητικών για απελευθέρωση της Κρήτης από τους Τούρκους και όχι γιατί έχει πέντε βήματα, όπως αβασάνιστα έχουν πει αρκετοί.  Ο χορός έχει δέκα βήματα, σε ανάμνηση της 10ης Οκτωβρίου του 1769 (10/10/1769), οπότε λήφθηκε η απόφαση των Σφακιανών για την πραγματοποίηση της επανάστασης, και η μουσική του αποτελείται από δώδεκα πάρτες, δηλαδή δώδεκα μουσικές φράσεις (γνωστές και ως γυρίσματα ή σκοποί στην Κίσσαμο), προς τιμήν των δώδεκα πρωτεργατών της κρητικής εξέγερσης, που εκδηλώθηκε το Πάσχα του 1770 και διήρκησε ένα χρόνο. [10]

      5.  Ταχυδρομικό δελτάριο, με πολύγλωσση λεζάντα: «ΧΑΝΙΑ ΚΡΗΤΗΣ – Κρητικοί χοροί – Πεντοζάλι», έκδ. Δ. Γκούβας, Χανιά, 1957 (Ιδιωτική Συλλογή).
Τρείς χορευτές του Π.Ο.Β. και δύο Κισσαμίτες χορεύουν πεντοζάλι, στο Βενιζέλειο Στάδιο Χανίων, στις .
Δημοσιεύεται στο Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, Ιχνηλατώντας την κρητική παράδοση στο χθες και το σήμερα, Πανελλήνια Ομοσπονδία Κρητικών Σωματείων, Αθήνα 2011 και στο Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, Δασκαλογιάννης – Ιστορία, Μουσικοχορευτική Παράδοση και Μνημοσύνη 250 χρόνια μετά, Αθήνα, 2020.

 Είναι, πράγματι, εξακριβωμένο ότι, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι κάτοικοι των επαρχιών Κισσάμου και Σελίνου όταν χόρευαν το πεντοζάλι, στο άκουσμα κάθε σκοπού της μουσικής του χορού, φώναζαν το όνομα του καπετάνιου που αντιστοιχούσε ο μουσικός σκοπός, τιμώντας έτσι τη μνήμη του Δασκαλογιάννη των βασικών συνεργατών του και της εξέγερσής των. Συνεπώς, τα ονόματα των πρωτεργατών της επανάστασης του Δασκαλογιάννη διατηρήθηκαν στη λαϊκή μνήμη μέσω του πεντοζαλιού, δηλαδή μέσα από το συνδυασμό δύο αλληλένδετων μορφών προφορικής παράδοσης, της ιστορικής και της χορευτικής.

 Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας σημαντικός αριθμός ιστορικών στοιχείων, που συμφωνούν με την προφορική παράδοση, σχετικά με το ιστορικό διαμόρφωσης του χορού. Αξίζει, μόνο, να αναφερθεί, ότι ένα ιστορικό κείμενο του 1877 (που εκδόθηκε το 1888) μας πληροφορεί για τα ονόματα των πρωταγωνιστών της επανάστασης του Δασκαλογιάννη, τα οποία ταυτίζονται απόλυτα με αυτά που διατηρήθηκαν στο ιστορικό διαμόρφωσης και την τελετουργία του χορού, που όπως είπαμε παραπάνω τα αναφωνούσαν οι χορευτές μέχρι τη δεκαετία του 1960. Τα τεκμήρια αυτά, όπως και πολλά άλλα πρωτοδημοσιεύτηκαν το 2000 σε βιβλίο για τους κρητικούς χορούς, που έλαβε διάκριση από την Ακαδημία Αθηνών, ενώ σε μεταγενέστερες δημοσιεύσεις κοινοποιήθηκαν επιπρόσθετα στοιχεία[11] (βλ. φωτογραφίες του παρόντος).

 Για πληρέστερη ενημέρωση, βλ. Ημερολόγιο 2020: ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ – Ιστορία, Μουσικοχορευτική Παράδοση και Μνημοσύνη 250 χρόνια μετά, Μήνες Ιούλιο – Νοέμβριο

[10] Κωνσταντίνος Παπαδάκης (Ναύτης), Χανιά, 1989, και Αθήνα, 2009, ό.π.

[11] Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ.: α) Οι χοροί της Κρήτης, μύθος – ιστορία – παράδοση, Κέντρο Σπουδής Κρητικού Πολιτισμού, Αθήνα, 2000 (Α’ Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών), β) «Το πεντοζάλι και… ο πεντοζάλης», στο Ιχνηλατώντας την κρητική παράδοση στο χθες και το σήμερα, Πανελλήνια Ομοσπονδία Κρητικών Σωματείων, Αθήνα, 2011, γ) «Πεντοζάλι, ένας χορός, μία ιστορία», περιοδ. Κρήτη, Νέα Υόρκη, Δεκ 2017 – Ιαν 2018, δ) Δασκαλογιάννης – Ιστορία, Μουσικοχορευτική Παράδοση και Μνημοσύνη 250 χρόνια μετά, Πανελλήνια Ομοσπονδία Κρητικών Πολιτιστικών Σωματείων, Αθήνα, 2020.

Κουτσαμπαδιανός

 Λέγεται και κα(ρ)τσιμπα(ρ)διανός ή κατσαμπαδιανός ή κουτσιστός. Είναι χορός της επαρχίας Αμαρίου του νομού Ρεθύμνου. Χορεύεται από άνδρες σε κύκλο. Έχει έντεκα βήματα, που εκτελούνται σε τέσσερα τονισμένα μουσικά σημεία, λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων με τους αγκώνες λυγισμένους, μουσικές φράσεις με δύο ή τέσσερα τονισμένα μουσικά σημεία και ρυθμό που βασίζεται σε μέτρο 2/4. Στην ουσία πρόκειται για παραλλαγή του πεντοζαλιού, όπως μαρτυρείται από τη μουσική και βηματική δομή του χορού, αλλά και από τη σχετική με τη διαμόρφωσή του προφορική παράδοση.

 Σύμφωνα με τη σχετική προφορική παράδοση, που μας παραδόθηκε από τον σημαντικό παραδοσιακό μουσικό Γιώργο Μουζουράκη (1904–2001) από την Παντάνασσα Αμαρίου, σε συνέντευξη που παραχώρησε, στο γράφοντα, το 1995, το ιστορικό διαμόρφωσης του χορού έχει ως εξής: Αρκετά χρόνια μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη, εκεί γύρω στα 1800, ένας καπετάνιος από την Αμπαδιά Ρεθύμνου, κουτσός στο αριστερό του πόδι, μετά από μία ένοπλη συμπλοκή με Τούρκους, στη Λοχριά της Αμπαδιάς, θέλησε να χορέψει πεντοζάλι.  Οι μουσικοί και οι χορευτές, που έπαιξαν για αυτόν και χόρεψαν μαζί του, αντίστοιχα, τον τίμησαν, προσαρμόζοντας το ρυθμό της μουσικής και τα βήματα του χορού, στα ζάλα ενός κουτσού άνδρα.  Εκείνος, παρ’ ότι κουτσός, χόρεψε και ο χορός του έμεινε στην παράδοση της επαρχίας Αμαρίου ως κουτσαμπαδιανός ή κα(ρ)τσιμπα(ρ)διανός ή κατσαμπαδιανός ή κουτσιστός, για να θυμούνται όλοι το χορό «Του κουτσού από την Αμπαδιά».[12]

Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές (οι οποίες, τα τελευταία χρόνια, επανειλημμένως, έχουν αναφερθεί σε σχετικά κείμενα), ανάμεσα σε αυτούς που συμμετείχαν στην επανάσταση του Δασκαλογιάννη, στα 1770-71, ήταν και ο σπουδαίος οπλαρχηγός Ιωσήφ Δασκαλάκης ή Σηφοδασκαλάκης (πατήρ) από την Αμπαδιά Ρεθύμνου, ο οποίος επέζησε του αγώνα, αλλά έμεινε χωλός (κουτσός) στο αριστερό του πόδι. Να σημειωθεί ότι, ο Σηφοδασκαλάκης ήταν σφακιανής καταγωγής (συγγενής με το στενό συνεργάτη του Δασκαλογιάννη, το Γεώργιο Δασκαλάκη, από την οικογένεια των Δασκαλάκηδων – Δασκαλιανών, από τον Πατσιανό) και ο γιος του, που ήταν σημαιοφόρος στο στράτευμα του Δασκαλογιάννη, σκοτώθηκε στις αρχές της επανάστασης, την Άνοιξη του 1770. Θεωρώ, λοιπόν, ότι είναι πολύ πιθανόν στη λαϊκή πίστη να «υπονοείται» ο Σηφοδασκαλάκης ως ο κουτσός Αμπαδιανός (ή Αμπαδιώτης) που υπήρξε η αφορμή για την (αφιερωματικού χαρακτήρα) διαμόρφωση του χορού. Άλλωστε, ταιριάζουν απόλυτα και οι χρονολογίες, 1770 και 1800, που επικαλούνται τα ιστορικά διαμόρφωσης των δύο χορών (πεντοζαλιού και κουτσαμπαδιανού), σε Κίσσαμο και Αμπαδιά, αντίστοιχα. Δηλαδή, οι προφορικές παραδόσεις για το πεντοζάλι και τον κουτσαμπαδιανό, όπως αυτές διασώθηκαν στις περιοχές διαμόρφωσής τους και μας παραδόθηκαν από δύο σημαντικούς ντόπιους καλλιτέχνες (Ναύτης και Μουζουράκης), συγκλίνουν και αλληλοεπιβεβαιώνονται[13].

[12] Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, Αθήνα, 2000, ό.π..

[13] Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, Αθήνα, 2000, ό.π..

Σιγανός

 Χορός αργός και ίσως γι αυτό ονομάστηκε έτσι. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες σε κύκλο. Διάφορες ονομασίες και χορευτικές μορφές του συναντάμε στους νομούς Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Λασιθίου, όμως με κοινή μουσική δομή (μουσικές φράσεις τεσσάρων τονισμένων μουσικών σημείων και ρυθμό που βασίζεται σε μέτρο 2/4). [14]

 Μέχρι πριν μερικά χρόνια, στους νομούς Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Λασιθίου ο χορός, στις αντίστοιχες εκφάνσεις του, ήταν ο χορός της νύφης και το λέμε αυτό γιατί στις μέρες μας ο «χανιώτικος» έχει επικρατήσει να επιτελεί το ρόλο αυτό σε όλη την Κρήτη.

Στο νομό Ρεθύμνου, ο χορός λέγεται σιγανός, ο τυπικός βηματισμός του έχει οκτώ βήματα, τα οποία εκτελούνται εντός του χρόνου τεσσάρων τονισμένων (ισχυρών) μουσικών σημείων, και λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων ή θυλακωτή.

Στο νομό Ηρακλείου, που αναφέρεται επίσης ως σιγανός, έχει έξι βήματα, που εκτελούνται εντός του χρόνου τριών τονισμένων (ισχυρών) μουσικών σημείων, και χορεύεται με χιαστί λαβή.

Στο νομό Λασιθίου ο χορός, ανά περιοχή, έχει διάφορες ονομασίες (σιγανός, ξενομπασάρης, μανάς), έξι βήματα, που προσιδιάζουν με εκείνα του ηρακλειώτικου σιγανού, και διάφορες λαβές (χιαστί, θυλακωτή ή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων με τους αγκώνες λυγισμένους).

      6.  Ηράκλειο, 1939, Φωτογραφία: Nelly’s (Αρχείο Μουσείου Μπενάκη, Ν.7151)
Δημοσιεύεται στο Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, Οι χοροί της Κρήτης, μύθος – ιστορία – παράδοση, Κέντρο Σπουδής Κρητικού Πολιτισμού, Αθήνα, 2000.

[14] Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., «Θαλήτου Τέχνες: Τα κρητικά χορευτικά ομώνυμα του πρόσφατου παρελθόντος και οι σύγχρονες μετονομασίες τους», περιοδ. Κοντυλιές, τ. 22, Αθήνα, Μάρτιος 2010, σσ. 44-7.

Ξενομπασάρης

 Στην επαρχία Ιεράπετρας ο σιγανός χορός λέγεται ξενομπασάρης και όχι σιγανός. Η ονομασία του οφείλεται στη μαντινάδα που τραγουδιέται πάντα πρώτη κατά τη διάρκεια του χορού.

Ξενομπασαρικάκι μου ξενομπασάρικό μου,
σγουρό βασιλικάκι μου και να ‘σουνε δικό μου

Μανάς

Στο Κάτω Μιραμπέλλο ο σιγανός χορός ακούγεται περισσότερο ως «μανάς», από το τσάκισμα «για το Θεό μανά μου», που λέγεται πάνω στις μαντινάδες.[15]

[15] Βαγγέλης Βαρδάκης, Ο παραδοσιακός χορός στις Ανατολικές περιοχές της Κρήτης, Ιεράπετρα 2015.

Μπρ(α)ϊμιανός - Πρινιώτης

Χορός της επαρχίας Ιεράπετρας. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες σε κύκλο. Το µουσικό µέτρο του είναι 2/4. Τον συναντούμε σε παραλλαγές, στην Ιεράπετρα, στον Κρούστα, στους Μεσελέρους (όπου τις τελευταίες δεκαετίες επιμένουν να τον λένε µεσελεριανό) και αλλού, καθώς και στο οροπέδιο Λασιθίου, όπου και παίρνει την ονομασία πρινιώτης, µία εξαιρετικά ξεχωριστή έκφραση του χορού, στην οποία ενσωματώνονται αρχαιότατες επιβιώσεις, καθώς παρουσιάζει πολλές ομοιότητες µε τον αρχαιοελληνικό χορό «όρµο», ο οποίος είχε υπορχηµατικό χαρακτήρα. Στα περισσότερα χωριά της επαρχίας Ιεράπετρας έχει 13 βήµατα και λαβή χιαστί ή από τους ώμους µε τα χέρια τεντωμένα ή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων ή θυλακωτή. Στο οροπέδιο Λασιθίου ο πρινιώτης έχει μία πολύ διαφορετική μορφή, με 14 βήµατα, λαβή διπλή σταυρωτή και πορεία αρχικά δεξιόστροφη και από ένα σημείο και μετά, όποτε άνδρες και γυναίκες διαχωρίζονται, η δεξιόστροφη πορεία να παραμένει για τις γυναίκες, αλλά για τους άνδρες να γίνεται αριστερόστροφη, μέχρι να ξαναβρεθούν πίσω από τις γυναίκες, μετά από μισό κύκλο. οπότε ενώνονται πάλι και χορεύουν μαζί προς τα δεξιά. 

      7.  Επιστολικό δελτάριο, φωτ.: R. B. Behaeddin (1875-1951), Ηράκλειο (1896-1909), εκδ.: E. A. Cavaliero, Χανιά. (Αρχείο Ιωάννη Θεμ. Τσουχλαράκη)
Δημοσιεύεται στο Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, Οι χοροί της Κρήτης, μύθος – ιστορία – παράδοση, Κέντρο Σπουδής Κρητικού Πολιτισμού, Αθήνα, 2000.

Ρόδο

 Χορός, επίσης, της επαρχίας Κισσάµου Χανίων. Ανήκει στην κατηγορία των συρτών χορών. Στις µέρες µας αποδίδεται κυρίως από γυναίκες, παλαιότερα όµως ήταν μικτός χορός. Έχει ρυθμό που βασίζεται σε µουσικό µέτρο 2/4, 17 βήµατα, που εκτελούνται σε δώδεκα τονισμένα μουσικά σημεία, λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων και μουσικές φράσεις με οχτώ τονισμένα μουσικά σημεία. Χορεύεται σε κύκλο. Το όνοµά του συνδέεται µε τις πάµπολλες µαντινάδες µε αναφορά στο ρόδο (τριαντάφυλλο), που τραγουδιόνται κατά την εκτέλεση του χορού.

Ρόδο µου µη µαραίνεσαι, µη χάνεις τη θωριά σου,
κράτα τη δροσεράδα σου, την τόση ομορφιά σου

Τριζάλης

 Χορός της επαρχίας Αµαρίου Ρεθύμνου, κυκλικής φόρμας. Ανήκει στην κατηγορία των πηδηχτών χορών. Στις µέρες µας αποδίδεται κυρίως από γυναίκες, παλαιότερα, όμως, ήταν μικτός χορός. Έχει ρυθμό που βασίζεται σε µουσικό µέτρο 2/4, μουσικές φράσεις με τέσσερα τονισμένα μουσικά σημεία και λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων με τους αγκώνες λυγισμένους. Τα βήµατά του είναι 7 και εκτελούνται µε δύο τρόπους εντός του χρόνου τριών τονισμένων (ισχυρών) μουσικών σημείων.

Απανωμερίτης

 Κυκλικός χορός της Κεντρικής Κρήτης, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό την περιοδική εναλλαγή πορείας από δεξιά προς τα αριστερά. Συναντάται σε ορισμένες περιοχές των νομών Ηρακλείου και Ρεθύµνου. Στις µέρες µας αποδίδεται κυρίως από γυναίκες, παλαιότερα, όμως, ήταν μικτός χορός. Έχει ρυθμό που βασίζεται σε µουσικό µέτρο 2/4, λαβή από τις παλάμες µε τα χέρια κάτω και 10 βήµατα, που εκτελούνται εντός του χρόνου τεσσάρων τονισμένων (ισχυρών) μουσικών σημείων, ενώ και οι φράσεις της μουσικής είναι τεσσάρων τονισμένων μουσικών σημείων, δηλαδή πρόκειται για χορό «τετράγωνης» δομής. 

Ζερβόδεξος

 Χορός κι αυτός της επαρχίας Ιεράπετρας. Αποδίδεται από άνδρες και γυναίκες, µε τον ένα πίσω από τον άλλον, στην αρχή σε κύκλο και µετά σε ελεύθερη πορεία. Έχει ρυθμό που βασίζεται σε µουσικό µέτρο 2/4 και μουσικές φράσεις με τέσσερα τονισμένα μουσικά σημεία. Τα βήµατά του είναι 6 και εκτελούνται εντός του χρόνου τεσσάρων τονισμένων (ισχυρών) μουσικών σημείων. Έχει ιδιόμορφη λαβή, που γίνεται µε τη βοήθεια µαντηλιού.  Οι χορευτές τεντώνουν το δεξί τους χέρι και πιάνουν το αριστερό του µπροστινού (µπροστά από τον αριστερό ώµο). Με το ξεκίνηµα της µουσικής όλοι χορεύουν πηγαίνοντας προς τα εμπρός (δεξιά). Όταν ο µουσικός, βιολάτορας ή λυράρης, κάνει µε το δοξάρι  του ένα χαρακτηριστικό και κοφτό ήχο σαν στριγκλιά, τότε όλοι οι χορευτές αλλάζουν φορά (προς τα αριστερά).  Έτσι ο πρώτος γίνεται τελευταίος και ο τελευταίος πρώτος. Στο χωριό Κρούστας ο ζερβόδεξος έχει 7 βήµατα και χορεύεται µε λαβή από τις παλάµες µε τα χέρια κάτω. Η ονοµασία του χορού οφείλεται στην εναλλασσόµενη φορά του, µία µπροστά µία πίσω ή αλλιώς µία ζερβά (αριστερά) µία δεξιά. Οι παλιοί οργανοπαίχτες συνήθιζαν να παίζουν το χορό αυτό στα γλέντια, τις προχωρηµένες ώρες, όταν ήθελαν να τονώσουν το κέφι. 

Γιτσικιά Σούστα

 Χορός της επαρχίας Κισσάµου του νοµού Χανίων, που ανήκει στην κατηγορία των πηδηχτών χορών και αποδίδεται µόνον από άνδρες. Έχει ρυθμό που βασίζεται σε µουσικό µέτρο 2/4, έξι βήµατα και λαβή από τις παλάµες στο ύψος των ώµων (µε λυγισµένους τους αγκώνες). Ο αυτοσχεδιασμός του πρωτοχορευτή περιλαμβάνει μοναδικές δημιουργίες σε σχέση με τους άλλους κρητικούς χορούς.

 Τα τελευταία χρόνια ο χορός λέγεται και ρουµατιανή σούστα. Την ονοµασία αυτή έδωσε στο χορό ο πρωτοµάστορας της κρητικής µουσικής Κωνσταντίνος Παπαδάκης, ο περίφηµος Ναύτης (1920-2003) από το Καστέλι Κισσάµου, επειδή τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα χορευόταν κυρίως από άτοµα που κατάγονταν από το χωριό Παλαιά Ρούµατα της επαρχίας Κισσάµου.

Πηδηχτός (Μυλοποτάμου)

 Κυκλικός χορός της επαρχίας Μυλοποτάµου, του νοµού Ρεθύµνου, που σήμερα αποδίδεται µόνο από άνδρες. Σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, λέγεται ότι παλαιότερα χορευόταν και από γυναίκες. Έχει ρυθμό που βασίζεται σε µουσικό µέτρο 2/4, λαβή χιαστί, και 12 βήµατα, προς τα εμπρός και προς τα πίσω, που εκτελούνται εντός του χρόνου επτά τονισμένων (ισχυρών) μουσικών σημείων. Τις τελευταίες δεκαετίες ο χορός έγινε περισσότερο γνωστός ως ανωγειανός πηδηχτός, επειδή προβλήθηκε ιδιαιτέρως από Ανωγειανούς µουσικούς και χορευτές. Ο αυτοσχεδιασμός του πρωτοχορευτή περιλαμβάνει μοναδικές κινήσεις συγκριτικά με τους άλλους αυτοσχεδιαστικούς κρητικούς χορούς.

      8.  Ανώγεια, Μεσοπόλεμος. Από ταχυδρομικό δελτάριο (εκδ. Νικόλ. Αλικιώτης, Ηράκλειο, πριν το 1939), που από λάθος κυκλοφόρησε με λεζάντα: «Πεντοζάλης», ενώ αποτυπώνει στιγμιότυπο (υποτίθεται) χορού με λαβή όπως του πηδηχτού Της επαρχίας Μυλοποτάμου. (Αρχείο Ιωάννη Θεμ. Τσουχλαράκη) (Αρχείο συγγραφέα)

Μικρό Μικράκι

 Χορός κι αυτός της Κεντρικής Κρήτης. Συναντάται σε περιοχές των νομών Ρεθύµνου και Ηρακλείου. Ανήκει στην κατηγορία των συρτών, κυκλικών χορών. Στις µέρες µας προβάλλεται κυρίως από γυναίκες, ήταν όμως κι αυτός µικτός χορός. Ο ρυθμός του βασίζεται σε µουσικό µέτρο 2/4 και η λαβή του είναι από τις παλάμες στο ύψος των ώμων με τους αγκώνες λυγισμένους. Για το βηµατισµό του χορού υπάρχουν δύο εκδοχές, µία µε 10 βήµατα, στην οποία ενσωματώνεται ο βηματισμός του ηρακλειώτικου σιγανού χορού, και µία µε 18, με ενσωματωμένο το βηματισμό του μαλεβιζώτη. 

Αγκαλιαστός

 Χορός, επίσης, της επαρχίας Ιεράπετρας, απλός, περπατητός. Στον Κρούστα εντοπίζεται και µία άλλη βηµατική µορφή (µε 6 βήµατα), που προσιδιάζει με τον τοπικό σιγανό. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες σε εύθυµες περιστάσεις. Το µουσικό µέτρο του είναι 2/4.  Το όνοµά του ο χορός το πήρε από την ιδιόµορφη λαβή του, που µοιάζει να αγκαλιάζει κάθε χορευτής τον µπροστινό του. Ο µουσικός ή η «πλουµίστρα» (µια γυναίκα µε πείρα στο χορό αυτό, που  πιάνει στην αρχή του κύκλου) «πλουµίζει», δηλαδή «στολίζει», κάθε χορευτή και χορεύτρια µε επαινετικά δίστιχα, ενώ ταυτοχρόνως εξελίσσεται η οµολογουµένως ξεχωριστή διαδικασία του αγκαλιάσµατος,  ξεκινώντας από τους τελευταίους του χορού, µε τη διαµόρφωση αψίδας και πορείας φουρκέτας. Τον αγκαλιαστό ακολουθεί, σχεδόν πάντα, ως συνέχεια, ένας πηδηχτός χορός του νοµού Λασιθίου (πηδηχτός ή μπρ(α)ϊμιανός – πρινιώτης).  

Γλυκομηλίτσα

 Χορός και αυτός της επαρχίας Κισσάµου Χανίων. Ανήκει στην κατηγορία των συρτών χορών. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες σε κύκλο. Έχει ρυθμό που βασίζεται σε µουσικό µέτρο 2/4, 12 βήµατα και λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώµων. Ο χορός παίρνει το όνοµά του από το ριζίτικο τραγούδι «Το µήλον όσο κρέµεται εις τη γλυκοµηλίτσα», µε το οποίο µοιράζεται και την ίδια µελωδία. 

Λαζώτης

 Εύθυµος κυκλικός χορός που χορεύεται από άνδρες και γυναίκες σε αρκετές περιοχές της Κρήτης. Το µουσικό µέτρο του είναι 2/4, τα βήµατά του 8 και η λαβή από τις παλάµες στο ύψος των ώµων. Να σηµειωθεί ότι ο χορός δεν είναι πηδηχτός, παρότι, στο βηµατισµό του ενσωµατώνονται στοιχεία από δύο χορούς των Ποντίων, τους οµάλ απλό και τικ σο γόνατον.

 Για τη διαµόρφωση του χορού υπάρχουν δύο απόψεις. Σύµφωνα µε την πρώτη, ο χορός προέκυψε από την επαφή των Κρητών µε τους Ποντίους κατά τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο και σύµφωνα µε τη δεύτερη, από Πόντιους (Λαζούς) που βρέθηκαν στην Κρήτη τον 19ο αιώνα.

 Η δεύτερη άποψη παρουσιάζει ισχνή τεκμηρίωση, πέραν της κοινής ρίζας των όρων λαζότης και Λαζοί και του γεγονότος ότι οι Λαζοί, κάτοικοι της Λαζικής Χώρας (το σηµερινό Λαζιστάν), που είχαν ασπαστεί τον ισλαµισµό από τα µέσα του 18ου αιώνα, βρέθηκαν στην Κρήτη για μικρό διάστημα τον 19ο αιώνα, ως µισθοφόροι των Τούρκων.

 Αντιθέτως, την πρώτη άποψη ισχυροποιεί η µαρτυρία του γνωστού θεατρικού συγγραφέα Δημήτρη Ψαθά (1907-1979), την οποία κατέθεσε ο Γεώργιος Μουζουράκης σε συνέντευξη που µου παραχώρησε το 1995, καθώς και άλλων που συνάντησα στην έρευνά μου για τους κρητικούς χορούς. Σύµφωνα, λοιπόν, µε τον Δημήτρη Ψαθά, που έζησε τον εκπατρισµό των Ποντίων, ο οποίος άρχισε µε την έκρηξη του Α΄ Παγκοσµίου Πολέµου (1914), οι Πόντιοι από τη µια άλλαζαν αµφίεση για να αποφεύγουν τους Τούρκους και από την άλλη για να αναγνωρίζονται µεταξύ τους, όταν συναντιόνταν κατεβαίνοντας προς τη Βαλκανική, έλεγαν τη φράση «Η Ελλάς ζει». Κρήτες εθελοντές αγωνιστές, που έλαβαν µέρος στους Μακεδονικούς και Ηπειρωτικούς αγώνες και οι οποίοι εξακολουθούσαν να βρίσκονται στη Βόρεια Ελλάδα, συνάντησαν τους Ποντίους σε κάποιες στρατοπεδειές, άκουσαν το συνθηµατικό τους, αλλά, λόγω της ποντιακής προφοράς, το «Ελλάς ζει» το συγκράτησαν ως µια λέξη, «λαζί», γι’ αυτό και τους είπαν «Λαζούς». Τους είδαν µάλιστα να χορεύουν, θαύµασαν τους χορούς τους και επηρεασµένοι απ’ αυτούς δηµιούργησαν έναν άλλο χορό, τον οποίον  ονόµασαν λαζότη, αφού τον εµπνεύστηκαν από αυτούς.[16] Μετά το τέλος του πολέµου, οι Κρήτες που σώθηκαν, γυρίζοντας έφεραν το λαζότη στη Μεγαλόνησο. Ο Γιώργος Μουζουράκης µου είχε καταθέσει ότι, από όσο θυµόταν, αυτός που έφερε το λαζότη στην Κρήτη ήταν ο λυράρης Γιάννης Αγγανάκης ή Γλεντούσης από τον Κουρνά Αποκορώνου.

[16] Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, Αθήνα, 2000, ό.π.

Ντουρνεράκια

 Χορός κεφιού, που, σύµφωνα µε το  Γιώργο Μουζουράκη, έκανε την εµφάνισή του στην Κρήτη ταυτόχρονα µε το λαζότη. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες σε κύκλο. Το µουσικό µέτρο του είναι 2/4, τα βήµατά του 6 και η λαβή από τις παλάµες στο ύψος των ώµων. Μοιάζει µε το χασαποσέρβικο.

Λίγα Λόγια για τον Αυτοσχεδιασμό του «Πρώτου»

 Είδαμε ότι, από τους χορούς που αναφέραμε, σε άλλους συνηθίζονται οι αυτοσχεδιασμοί του πρώτου (μπροστινού) και σε άλλους όχι. Ωστόσο, εκείνο που πρέπει απαραιτήτως να τονίσουμε είναι ότι ο κάθε αυτοσχεδιαστικός χορός έχει τους δικούς του «κανόνες», οι οποίοι με τη σειρά τους υπαγορεύουν τους ιδιαίτερα ξεχωριστούς σε ύφος και κίνηση αυτοσχεδιασμούς, δηλαδή χορευτικούς σχηματισμούς – φιγούρες, (που, κατά περίπτωση, λέγονται πάσα, τσακίσματα, καθίσματα, τ(σ)αλιµάκια, ψαλίδια, τ(σ)αλίµια, καµπανοί).  Κινήσεις που πρέπει να εκτελέσει με μέτρο και συνέπεια ο πρωτοσύρτης, εφόσον τους εμπνευστεί ή τους έχει διδαχτεί, και χωρίς να χρησιμοποιήσει κινήσεις από τους χορευτικούς αυτοσχεδιασμούς άλλων χορών.

 Επίσης, όταν ο πρώτος αυτοσχεδιάζει τον κρατάει πάντοτε ένας άλλος άνδρας και ποτέ γυναίκα, εκτός από την περίπτωση που την χορεύει (χανιώτικος, πηδηχτός Λασιθίου).

 Τέλος, όταν ο πρώτος ολοκληρώσει τον αυτοσχεδιασμό του, ανάλογα με το χορό, είτε πηγαίνει στο τέλος του κύκλου, παραδίδοντας τη θέση του στο δεύτερο (χανιώτικος, πηδηχτός Λασιθίου κ.ά.), είτε παραμένει στη θέση του, κρατώντας ως δεύτερος τον νέο πρώτο, που «μπήκε» μπροστά, αποσπώμενος από το οποιαδήποτε σημείο του κύκλου (πεντοζάλι, μαλεβιζώτης κ.ά.). Συνεπώς, ποτέ ο «πρώτος» δεν «ανταλλάσσει» τη θέση του με κάποιον άλλο, από το μέσο ή το τέλος του χορευτικού κύκλου, όπως βλέπουμε να γίνεται σε όλα, σχεδόν, τα σύγχρονα κρητικά χορευτικά συγκροτήματα, τη λεγόμενη «πασαρέλα».[17]

 Κάθε «σκοπός» (σύνθεση) του χανιώτικου αποτελείται από δύο μουσικές φράσεις, δύο «πάρτες», όπως τις λένε στα Χανιά. Κάθε μουσική φράση έχει τέσσερα, έξι ή οκτώ τονισμένα μουσικά σημεία, που οι Χανιώτες μουσικοί αποκαλούν «μέτρα», δηλαδή είναι τετράμετρη, εξάμετρη ή οκτάμετρη. Σύμφωνα, πάντα, με τη χανιώτικη προφορική παράδοση, οι δύο «πάρτες» (μουσικές φράσεις) ενός «σκοπού» μπορούν να είναι 6+8 μέτρων, 6+4, 6+6, 8+8, 8+4, 4+4 και 4+8. Δηλαδή οκτάμετρες, εξάμετρες και τετράμετρες μουσικές φράσεις συνυπάρχουν, ανά δύο, σύμφωνα με τους προαναφερθέντες συνδυασμούς, και μόνον αυτούς, και αποδίδονται με αυτήν και μόνο τη σειρά. Κάθε μουσική φράση αποδίδεται ορισμένες φορές, πριν αποδοθεί η δεύτερη, η οποία επίσης αποδίδεται ορισμένες φορές. Ο αριθμός απόδοσης της κάθε μουσικής φράσης υπάγεται σε περιορισμούς και ελευθερίες άμεσα συνδεδεμένες με την έκταση της, αλλά και την έκταση της δεύτερης με την οποία συγκροτείται το σύνολο του «σκοπού», δηλαδή της σύνθεσης, ώστε η μουσική και η χορευτική εκτέλεση να συγχρονίζονται, στοιχεία που όπως προαναφέραμε πρέπει να γνωρίζει ο πρωτοχορευτής, προκειμένου να εκτελέσει έναν σωστό αυτοσχεδιασμό.[18]

 Κάθε μία από τις δώδεκα μουσικές φράσεις της σύνθεσης του πεντοζαλιού έχει δύο ή τέσσερα τονισμένα (ισχυρά) μουσικά σημεία, που οι Χανιώτες μουσικοί αποκαλούν «μέτρα», δηλαδή είναι, δίμετρης ή τετράμετρης έκτασης, όπως λέγεται. Οι μουσικοί πρέπει να αποδίδουν τις δίμετρες και τις τετράμετρες μουσικές φράσεις σε συγκεκριμένους αριθμούς και οι χορευτές, που πρέπει να τις αναγνωρίζουν, οφείλουν να εφαρμόζουν συγκεκριμένους παραδοσιακούς χορευτικούς κανόνες, στα βήματα και τον αυτοσχεδιασμό τους, ώστε μουσική και χορευτική εκτέλεση να συγχρονίζονται.

[17] Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, «Ο αυτοσχεδιασμός του πρωτοχορευτή, παράδοση και… φολκλόρ», Αθήνα, 2011, ό.π.

[18] Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., Σημειώσεις Σεμιναρίου «Ο Πρωτοχορευτής στους Κρητικούς Χορούς – Ο αυτοσχεδιασμός ανά χορό και περιοχή», Κ.Ε.Π.Ε.Μ. Αθήνα, 2016.

Ειδική Βιβλιογραφία

  • Βαρδάκης Βαγγέλης, Ο παραδοσιακός χορός στις Ανατολικές περιοχές της Κρήτης, Ιεράπετρα 2015.
  • Δαλιανούδη Ρενάτα, Το βιολί και το λαούτο ως παραδοσιακή ζυγιά στη Δυτική Κρήτη, κουρδίσματα – ρεπερτόριο – τεχνικές, Παγκρήτιος Σύλλογος Καλλιτεχνών Κρητικής Μουσικής, Ηράκλειο, 2004.
  • Δαλιανούδη Ρενάτα, Το βιολί και η κιθάρα ως παραδοσιακή ζυγιά στην Ανατολική Κρήτη, κουρδίσματα – ρεπερτόριο – τεχνικές, Παγκρήτιος Σύλλογος Καλλιτεχνών Κρητικής Μουσικής, Ηράκλειο, 2004.
  • Δεικτάκης Αθανάσιος Π., Χανιώτες λαϊκοί μουσικοί που δεν υπάρχουν πια, Καστέλι Κισσάμου, 1999.
  • Δεικτάκης Αθανάσιος Π., Χανιώτες λαϊκοί μουσικοί που δεν υπάρχουν πια, Τόμος Β’, Καστέλι Κισσάμου, 2009.
  • Τσουχλαράκης Ιωάννη Θεμ., «Θαλήτου Τέχνες: Παλαιοί Μεγάλοι Δάσκαλοι του Κρητικού Χορού», περιοδ. Κοντυλιές, τ.18, Αθήνα, Μαρ.-Απρ. 2009.
  • Λεντάρης Γιάννης Κ. – Γιακουμινάκης Γιώργος Π., Λαϊκή μουσική παράδοση και καλλιτέχνες του Αποκορώνου, Ομοσπονδία Σωματείων Αποκορώνου Χανίων, Αθήνα, Ιούνιος 2013.
  • Παπαδάκης Κωνσταντίνος (Ναύτης), Κρητική λύρα, ένας μύθος, Χανιά, 1989.
  • Παπαδάκης Κωνσταντίνος (Ναύτης), Η αλήθεια για την κρητική μουσική, Αθήνα, 2009.
  • Στράτου Δόρα Ν., Ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί. Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων. Αθήνα, 1979.

Συλλογικό, Μουσική καταγραφή στην Κρήτη 19531954. Υλικό από την εθνομουσικολογική έρευνα του Samuel BaudBovy σε συνεργασία με την Αγλαΐα Αγιουτάντη και τη Δέσποινα Μαζαράκη.  Τόμος Α΄: Το ιστορικό και η μεθοδολογία της έρευνας. Τραγούδια & χοροί από την Κεντρική & Ανατολική Κρήτη. Επιμέλεια έκδοσης: Λάμπρος Λιάβας. Τόμος Β΄: Τραγούδια & χοροί από την Κεντρική & Ανατολική Κρήτη. Παρτιτούρες. Επιμέλεια έκδοσης: Μάρκος Φ. Δραγούμης Θανάσης Μωραΐτης. Kέντρο Μικρασιατικών Σπουδών Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ. Αθήνα, 2006. [2 τόμοι & 2 cd].

  • Τσουχλαράκης Ιωάννη Θεμ., Οι χοροί της Κρήτης, μύθος – ιστορία – παράδοση, Κέντρο Σπουδής Κρητικού Πολιτισμού, Αθήνα, 2000 (Α’ Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών).
  • Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., Τα λαϊκά μουσικά όργανα στην Κρήτη, Ένωση Κρητών Μεταμόρφωσης, Αθήνα, 2004.
  • Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., Έργα Κρητών ζωγράφων 15ου – 17ου αιώνα, Πανελλήνια Ομοσπονδία Κρητικών Σωματείων, Αθήνα, 2006
  • Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., «Θαλήτου Τέχνες: Το μπουλγαρί και οι μπουλγαρίστες στην Κρήτη», περιοδ. Κοντυλιές, Αθήνα, τ.1, Αθήνα, Ιαν. – Φεβ. 2006, σσ. 50-1.
  • Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., «Θαλήτου Τέχνες: Το χρονικό διάδοσης του χανιώτικου συρτού», περιοδ. Κοντυλιές, τ.5, Αθήνα, Σεπ.–Οκτ. 2006.
  • Τσουχλαράκης  Ιωάννης Θεμ., Ναύτης, ο κορυφαίος δημιουργός Κωστής Παπαδάκης, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων, Χανιά, 2010.
  • Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., «Θαλήτου Τέχνες: Τα κρητικά χορευτικά ομώνυμα του πρόσφατου παρελθόντος και οι σύγχρονες μετονομασίες τους», περιοδ. Κοντυλιές, τ.22, Αθήνα, Μάρτιος 2010.
  • Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., «Το πεντοζάλι και… ο πεντοζάλης» στο Ιχνηλατώντας την κρητική παράδοση στο χθες και … το σήμερα, Πανελλήνια Ομοσπονδία Κρητικών Σωματείων, Αθήνα, 2011.
  • Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., «Το βιολί στην κρητική μουσική παράδοση, ένας μεγάλος αδικημένος πρωταγωνιστής» στο Ιχνηλατώντας την κρητική παράδοση στο χθες και … το σήμερα, Πανελλήνια Ομοσπονδία Κρητικών Σωματείων, Αθήνα 2011.
  • Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., «Ο αυτοσχεδιασμός του πρωτοχορευτή, παράδοση και… φολκλόρ στο Ιχνηλατώντας την κρητική παράδοση στο χθες και … το σήμερα, Πανελλήνια Ομοσπονδία Κρητικών Σωματείων, Αθήνα, 2011.
  • Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., Σημειώσεις Σεμιναρίου «Ο Πρωτοχορευτής στους Κρητικούς Χορούς – Ο αυτοσχεδιασμός ανά χορό και περιοχή», Κ.Ε.Π.Ε.Μ. Αθήνα, 2016.
  • Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., «Πεντοζάλι, .ένας χορός, μία ιστορία», περιοδ. Κρήτη, Νέα Υόρκη, Δεκ 2017 – Ιαν 2018.
  • Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ – Ιστορία, Μουσικοχορευτική Παράδοση και Μνημοσύνη 250 χρόνια μετά, Πανελλήνια Ομοσπονδία Κρητικών Πολιτιστικών Σωματείων, Αθήνα, 2020.
  • Χατζιδάκις Γεώργιος, Κρητική Μουσική, ιστορία – μουσικά συστήματα – τραγούδια και χοροί, εκδ. Αλικιώτης, Αθήνα 1958.

Προτεινόμενη Δισκογραφία

Για μελέτη και Πρακτική
  • Οι χοροί της Κρήτης. Συλλογικό. Έρευνα Κείμενα Καλλιτεχνική επιμέλεια: Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, Γιώργος Κωνστάντζος. Αρχείο Ελληνικής Μουσικής. Αθήνα, 2005, 2006, 2009.
  • Έλληνες Ακρίτες Κρήτη. Συλλογικό. Καλλιτεχνική διεύθυνση: Γιώργος Κωνστάντζος. Αρχείο Ελληνικής Μουσικής FM Records. Αθήνα, 2000.
  • Εσιγανέψαν οι καιροί – Τραγούδια και σκοποί της Κρήτης. Συλλογικό. Καλλιτεχνική επιμέλεια: Γιώργος Κωνστάντζος Στέλιος Λαϊνάκης Χρυσόστομος Μητροπάνος. Αρχείο Ελληνικής Μουσικής. Αθήνα.
  • Τραγούδια της Κρήτης. Συλλογικό. Καλλιτεχνική και γενική διεύθυνσις: Σίμων Ι. Καράς. Σύλλογος προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής. Αθήνα, 1976 (LP) / 2003.
  • Ανατολικά της Κρήτης, Βαγγέλης Βαρδάκης (βιολί, τραγούδι), Αεράκης Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι. Ηράκλειο.
  • Να ζήσει η Κρήτη. Μουζουράκης Γιώργος. Minerva. Αθήνα, 1979.
  • Μελαμπιανοί Δρόμοι. Πολιτιστικός Σύλλογος Μελάμπων. Επιμέλεια: Μανώλης Μαργαρίτης. Μέλαμπες, 2001.
  • Σταυρουλάκης Ηρακλής, ο Βιολάτορας. Δήμος Επισκοπής Πεδιάδος, 2010.
  • Φεγγαροβραδιές στη Βιάννο. Κόμης Νίκος. Επιμέλεια: Σάββας Πετράκης. Ηράκλειο, 1995.
  • Κανάρι μου. Ηχοχρώματα της επαρχίας Αγ. Βασιλείου Ρεθύμνου. Παπαδάκης Αλέξανδρος (λύρα, τραγούδι). Αεράκης Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι. Ηράκλειο, 2007.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Μουσική

Χορός

ΧΟΡΟΣ ΣΗΤΕΙΑ - CAVALIERO

Φορεσιά

Διατροφή

Scroll to Top